
«Πέτρον καί Παῦλον συμφώνως ἀνευφημήσωμεν»
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Δύο ἥρωες τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιότητος τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Δύο φωστῆρες ὑπέρλαμπρους. Δύο ἀκατάβλητους γίγαντες τῆς ἀρετῆς. Δύο στύλους τῆς Ἐκκλησίας. Δύο διδασκάλους τῆς Οἰκουμένης. Τούς δύο κορυφαίους τῶν Ἀποστόλων. Τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο.
Ὁ Πέτρος, δέν εἶναι πλέον ὁ ἀγράμματος ψαράς τῆς Γαλιλαίας. Τώρα εἶναι ὁ πάνσοφος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ἄκακος, ἀπονήρευτος, εὐθύς καί εἰλικρινής, ἔγινε ὁ ζηλωτής, ὁ θερμός, ὁ ἐνθουσιώδης μαθητής τοῦ Κυρίου. Σίμων λεγόταν, καί ὁ Χριστός τόν ὀνόμασε Πέτρο, γιά νά συμβολίζει τό ὄνομά του, τήν σταθερότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης του πρός τόν Κύριο. Καί πράγματι, ὅταν κλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα ἀπό τόν Χριστό, ἀμέσως τόν ἀκολούθησε, ἀφήσας καί πλοῖα καί δίκτυα καί τά πάντα. Πρῶτος ὁμολόγησε τήν πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16). Ὅταν πάλι, ὁ Κύριος τούς προέλεγε τά παθήματά Του, ὁ Πέτρος γεμᾶτος αὐταπάρνηση καί ἀγάπη πρός τόν Διδάσκαλο, τοῦ εἶπε «Κύριε, μετά Σοῦ ἔτοιμος εἰμί καί εἰς φυλακήν καί εἰς θάνατον πορεύεσθαι» (Λουκ. 22, 33). Ἦταν ἀποφασισμένος, καί τήν ζωή του νά θυσιάσει γιά τόν ἀγαπημένο του διδάσκαλο.
Βέβαια, ἔπεσε ὁ Πέτρος στήν ἄρνηση, γιά νά σηκωθεῖ μέ θερμά δάκρυα, διά τῆς μετανοίας νά γίνει παράδειγμα πρός ὅλους μας, ἀλλά καί γιά νά στερεωθεῖ στήν ψυχή του, ἀκόμη περισσότερο ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό, ὥστε νά ἀξιωθεῖ νά ζήσει, νά ἐργασθεῖ, νά ὑποφέρει καί νά πεθάνει μαρτυρικά γιά τόν Χριστό.
Καί ὁ Παῦλος! Ὁ ἡρωικώτερος τῶν ἁγίων καί ἁγιώτερος τῶν ἡρώων. Ὁ θεῖος, οὐρανοβάμων Ἀπόστολος. Ὁ Παῦλος, πού ὅταν ἦταν Σαῦλος, ἐσάλευε τήν Οἰκουμένη, διώκοντας τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σύροντας πολλούς Χριστιανούς στό μαρτύριο καί τόν θάνατο, πράττοντας ὅμως, ἀπό ἄγνοια καί φανατισμό.
Τόν κάλεσε ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, βλέποντας τήν καλή του προαίρεση, καί τόν ἀνέδειξε, «σκεῦος ἐκλογῆς», οὐράνιον ἄνθρωπο, ἐπίγειο ἄγγελο, «κήρυκα καί ἀπόστολον καί διδάσκαλον ἐθνῶν». Ὁ Ἀπόστολος τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀγάπης, τῆς αὐτοθυσίας, πού διέτρεξε Ἀνατολή καί Δύση γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δοκιμάζοντας φυλακές, ἐρήμους, κινδύνους τῆς θαλάσσης, διωγμούς, συκοφαντίες, κόπους, στερήσεις, ταλαιπωρίες, ἀντιδράσεις, πολέμους καί θανάτους καθημερινούς στό ἀποστολικό του ἔργο.
Μέσα, λοιπόν, ἀπό τόν βίο καί τίς ἐπιστολές τῶν δύο αὐτῶν Ἀποστόλων, συνειδητοποιοῦμε τήν χριστοκεντρικότητά τους, δηλαδή, τήν ἀγάπη τους, τήν λατρεία τους, τήν ἀφοσίωσή τους πρός τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Γιά τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο, «τά πάντα καί ἐν πᾶσι» (Κολ. 3, 11) ἦταν ὁ Χριστός, ὁ Σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶχαν μία ἀφηρημένη πίστη στόν Θεό, ἀλλά αὐτό πού τούς ξεχώρισε ἦταν ἡ τέλεια πίστη, ἀγάπη καί ὁ θεῖος ἔρωτας πρός τόν Χριστό. Ἡ ζωή τους ἦταν ὁ Χριστός. Ζοῦσαν τόν Χριστό, ἀνέπνεαν τόν Χριστό. Δέν εἶχαν ἄλλη ἀγάπη ἀπό τόν Χριστό. Ὁ Χριστός κατεῖχε τόν νοῦ καί τήν καρδιά τους. Ἦταν τόσο δοσμένοι στόν Χριστό, ὥστε μποροῦσαν νά λεγουν «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Καί ἐπειδή μέ αὐτό τον τρόπο ζοῦσαν τόν Χριστό, ὁμοίως καί τόν ἐκήρυξαν. Ἐκήρυξαν, ὅτι «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α’ Κορ. 3, 11). Ἕνας εἶναι μόνο ὁ θεμέλιος, ὁ στερεός, ὁ ἀκλόνητος, ὁ βέβαιος, ὁ ἀμετακίνητος, ὁ αἰώνιος, ὁ Ἰησούς Χριστός. Καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος θά μᾶς πεῖ, πώς «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12). Δέν ὑπάρχει σωτηρία σέ κανένα ἄλλο ὄνομα, παρά μόνο στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἄς παρακαλέσουμε τούς Ἁγίους Πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους, νά πρεσβεύουν στόν Σωτῆρα Χριστό, νά μᾶς χαρίζει πίστη καί ἀγάπη πρός τό Πρόσωπό Του. Νά θεμελιώσουμε καί ἐμεῖς, τήν ζωή μας, τήν κοινωνία μας στόν θεμέλιο καί μόνο σωτήριο λίθο, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ