27 Απριλίου, 2024

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός Κιαμέτης γεννήθηκε το 1975 στον Πειραιά. Ανατράφηκε και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στον τόπο καταγωγής του, τη Σάμο. Έλαβε το Πτυχίο του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1997.

Το ίδιο έτος εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος, υπό του Μακαριστού Μητροπολίτου Πειραιώς κυρού Καλλινίκου. Τον δεύτερο βαθμό της ιερωσύνης έλαβε υπό του Γέροντός του, Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου, τον οποίον ακολούθησε άμα τη ενθρονίσει του στον Βόλο. Εκεί χρημάτισε Αρχιδιάκονος και Διευθυντής του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Μητροπολίτου (1998 – 2003), Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος (2003 – 2006) και έπειτα Πρωτοσύγκελλος (2006 – 2022).

Από των διοικητικών αυτών θέσεων συντόνισε το όλο ιεραποστολικό, κοινωνικό και ποιμαντικό έργο της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού. Διετέλεσε Προεδρεύων του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Ανέλαβε την διοργάνωση των μηνιαίων ιερατικών Συνάξεων, πολλών επιμορφωτικών ιερατικών Σεμιναρίων, καθώς και πολυάριθμων Συνεδρίων και ποικίλων Εκδηλώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού «Πληροφόρηση» (2002 – 2012) και Υπεύθυνος του Βιβλιοπωλείου της Μητροπόλεως και του Βρεφονηπιακού της Σταθμού. Διηύθυνε το νεανικό έργο της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, διετέλεσε επί πενταετία Αρχηγός των κατασκηνώσεων αρρένων, ίδρυσε την Παιδική και Νεανική Χορωδία της Μητροπόλεως και είχε την ευθύνη της έκδοσης πρότυπων Κατηχητικών Βοηθημάτων για όλες τις βαθμίδες των Κατηχητικών Σχολείων.

Παραλλήλως, διακόνησε ως Προϊστάμενος του μεγαλοπρεπούς Ενοριακού Ιερού Ναού Αναλήψεως Χριστού Βόλου, όπου εργάστηκε, πλην της ποιμαντικής και φιλανθρωπικής διακονίας, και για την αποπεράτωση και εξωραϊσμό του Ιερού αυτού Ναού. Μερίμνησε, επίσης, για την ανακαίνιση των Ιερών Παρεκκλησίων Αγίου Νεκταρίου Βόλου και Αγίου Ανδρέα Φυτόκου, καθώς και για την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού Αγίου Λαζάρου Νέου Κοιμητηρίου Βόλου. Χάρη στις ενέργειες και τις προσπάθειές του, ανακαινίστηκε ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μακρυνίτσης, καθώς και τα ιστορικά Παρεκκλήσια της εν λόγω Ενορίας.

Εμπνευστής, δημιουργός και Διευθυντής του Μουσείου Βυζαντινής Τέχνης και Πολιτισμού, στην Μακρυνίτσα Πηλίου, του πρωτότυπου  χώρου δημιουργικής απασχόλησης παιδιών «Ο Μικρός Παράδεισος» και «Η Γωνιά του Θεού» στον Ιερό Ναό Αναλήψεως του Χριστού Βόλου, καθώς και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σουρλιγκείου Γηροκομείου Καναλίων και συνέβαλε καθοριστικά στην εκ βάθρων ανακαίνιση και εύρυθμη λειτουργία του.

Εξέδωσε δύο συλλογές ομιλιών και κηρυγμάτων με τον τίτλο «Από καρδίας. Εννέα λόγοι για την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή» και «Από καρδίας. Κηρύττοντας σε σημαντικούς σταθμούς του Εκκλησιαστικού έτους». Ύστερα από πρόσκληση, μετέβη και ομίλησε σε Ιερές Μητροπόλεις, με την ευκαιρία λατρευτικών εκδηλώσεων ή Συνάξεων.

Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας εξελέγη στις 6 Οκτωβρίου 2022 και η Χειροτονία του τελέσθηκε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αθηνών την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

 

ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ Κ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

«Ἑτοίμη ἡ καρδία μου πρός σέ, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου»

(Ψαλμ. 107,2).

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερώνυμε, Θεοτίμητε Προκαθήμενε τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἀγιωτάτης, Ἀποστολικῆς καί Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας,

Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Ἀδελφοί μου συμπρεσβύτεροι καί διάκονοι,

Εντιμώτατοι Άρχοντες,

Λαέ τοῦ Θεοῦ εὐλογημένε καί περιούσιε,

Ψήφῳ καί δοκιμασίᾳ τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνεβαίνω «ἐν ὑπερώῳ τόπῳ» (Ὄρθρος Μεγάλης Τετάρτης) αὐτή τήν εὐλογημένη στιγμή. Καλοῦμαι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι νά προσλάβω καί νά διακονήσω τό ὕψιστον δῶρον τῆς «δεσποτικῆς ξενίας»: νά καταστῶ προεστώς «τῆς ἀθανάτου τραπέζης» καί πατήρ τοῦ λαοῦ τῆς θεοσώστου ἐπαρχίας, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μοῦ ἐμπιστεύεται, γιά νά προσλάβω «τό φῶς τό ἀληθινόν» καί νά τό μεταδίδω μέχρις ὅτου ὁ Δίκαιος Κριτής «μέλλει παρ᾿ ἐμοῦ ἀπαιτεῖσθαι».

Κατά τήν μεγάλη καί ἱερή αὐτή ὥρα ἀντηχοῦν μέσα στόν νοῦ καί στήν καρδιά μου τά λόγια τοῦ θεοφόρου Ἁγίου Ἰγνατίου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας: «Γνωρίζω ὅτι ὁ ἐπίσκοπος δέν λαμβάνει τό χάρισμα τῆς διακονίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του, οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους, οὔτε γιά νά γίνει κενόδοξος, ἀλλά χάρη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Πρός Φιλαδελφεῖς). Κι αὐτός εἶναι ὁ δρόμος πού καλοῦμαι νά ἀκολουθήσω: δρόμος ἀγάπης, σταυρικῆς καί κενωτικῆς. Δρόμος καρδίας παραδομένης στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, τήν ἴδια στιγμή, δρόμος ἡγετικός.

«Ὅς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (Μᾶρκ. 10, 43-44). Αὐτός εἶναι ὁ ἐπίσκοπος. Ἡγεῖται τοῦ λαοῦ του ὡς ὁ διακονῶν. Τό ἐγκόλπιο καί ὁ σταυρός πού φέρει, τίθενται στό στῆθος, στό μέρος τῆς καρδιᾶς. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ὑπενθυμίζει κάθε στιγμή ὅτι αὐτό πού ἔλαβε δέν εἶναι δόξα ἀνθρώπινη καί πρόσκαιρη, ἀλλά πρόσκληση συνάντησης μέ τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά.

Ἡ διακονία του αὐτή πηγάζει ἀπό τήν «καιομένη καρδία» (Λουκ. 24,32)· μία καρδία στερεωμένη στή μαρτυρία περί τῆς ἀληθείας, στήν ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς τοῦ νά εἶναι «λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν» τῆς Ἐκκλησίας (Ματθ. 5,15), γιά νά φέγγει τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως σέ ἕναν κόσμο πού τυραννιέται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, γιά νά συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀποστόλων και τῶν συνεπισκόπων του, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά αὐτό: «νά εὐαγγελιστεῖ τή λύτρωση στούς πτωχούς καί ταπεινούς, νά θεραπεύσει τούς συντετριμμένους στήν καρδία, νά κηρύξει στούς αἰχμαλώτους τῶν παθῶν τήν συγχώρηση καί στούς τυφλωμένους ἀπό τήν ἁμαρτία τήν ἀνάβλεψη, νά ἀποστείλει ὑγιεῖς καί ἐλεύθερους ἀπό τήν ἐνοχή ὅσους συνετρίβησαν ἀπό τό κακό, νά κηρύξει τήν ἀρχή μιᾶς νέας ἐποχῆς, εὐπρόσδεκτης ἀπό τόν Κύριο» (πρβλ. Λουκ. 4, 18-19).

Ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἀποτελεῖ μία συνέχεια στόν κρίκο τῆς ἁλυσίδας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί μία καινούργια ἀρχή. Εἶναι αὐτός πού αἰτεῖται τήν χάρη καί λαμβάνει τό δώρημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Καί καλεῖται νά ζήσει τήν διακονία του ὡς σταυρό καί ἀνάσταση. Διότι ὁ ἐπίσκοπος λησμονεῖ τόν ἑαυτό του, καθώς στό πρόσωπό του ἡ ἐν τόπῳ Ἐκκλησία, στήν ὁποία καθίσταται πατέρας καί ποιμένας, ἀγωνίζεται νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή πού τῆς δόθηκε: νά εἶναι ἑνωμένη μέ τήν σύμπασα Ἐκκλησία καί νά μαρτυρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν παράδοσή της. Ἐγγυητής αὐτῆς τῆς μαρτυρίας εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, ζώντας καί πολιτευόμενος σταυρικά.

Ὁ ἐπίσκοπος ἀποδέχεται, ἀγκαλιάζει καί διακονεῖ σάν γνήσιος πατέρας, προσευχητικά καί θυσιαστικά, ὅλα τά μέλη τῆς ἐν τόπῳ Ἐκκλησίας: τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, τούς ἀγωνιζομένους καί τούς πεπτωκότας, τούς δι᾿ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντας καί τούς δυνάμει πιστούς, αὐτούς πού ζοῦν τό μυστήριο τῆς χάριτος καί ὅσους δέν τό βιώνουν ἀλλά ἔχουν κάθε δικαίωμα καί δυνατότητα νά τό πράξουν, αὐτούς πού ἀποδέχονται τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτούς πού δοκιμάζονται ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἰδίας γνώμης, τήν ὁποία, ἄλλοτε ἀπό γνήσια ἀγωνία καί ἄλλοτε ἀπό ἔλλειμμα ταπείνωσης προσπαθοῦν νά ἐπιβάλουν. Κανείς δέν περισσεύει, διότι ὅλοι εἶναι «σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. 12, 27). Γιά τόν ἐπίσκοπο ὅλοι εἶναι οἰκεῖοι, παιδιά του. Σηκώνει τό φορτίο τους, κι ἄς εἶναι σταυρικό. «Καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδόν δείκνυσι» (Α’ Κορ. 12, 31), τήν ὁδό τῆς ἀγάπης. Ὅριό του τό «ἄχρις οὗ μορφωθῇ ὁ Χριστός» (Γαλ. 4, 19) «ἑνί ἑκάστῳ» τῶν μελῶν τῆς ποίμνης του, διότι ἡ ἀποστολή του εἶναι νά παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνος του, ἀλλά ὁμολογώντας καί βιώνοντας τό· «ἰδού ἐγώ καί τά παιδία ἅ μοι ἔδωκας, Κύριε» (Ἑβρ. 2, 13)

Γιά νά γίνει αὐτό, δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει ἄλλον δρόμο ἐκτός ἀπό τήν συνοδικότητα, δηλαδή ἀπό τήν δική του ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐπαναβεβαιώνει σέ κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύοντας: «ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Μέ τόν τρόπο αὐτό καλεῖ κλῆρο καί λαό νά οἰκειώνονται τήν μετοχή στήν Ἐκκλησία ὄχι μόνο ὡς εὐχή καί προσευχή, ἀλλά καί ὡς βίωμα σώζουσας ὑπακοῆς. Διότι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Δέν ἀποτελεῖ ἀτομικό κατόρθωμα.

Ὡστόσο, ἡ ἀλήθεια ἀποκτᾶται μέ πόνο, δίδεται ἀντί σταυροῦ. Κερδίζεται μέ ὑπομονή, διότι δέν κατανοεῖται πάντοτε τή στιγμή πού οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦμε. Καί ἡ εὐθύνη τοῦ προεστῶτος εἶναι ἡ μεγαλύτερη. Ἀπαιτοῦνται δάκρυα προσευχῆς, διάθεση συνοδοιπορίας, πολλή ταπείνωση, μετοχή στήν ἀποστολική ἐμπειρία: «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α’Κορ. 4, 12-13).

Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐγγυητής τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἡ παράδοση διαφυλάσσεται στήν Ἐκκλησία καί ἀποτελεῖ τή βάση, γιά νά ἀναζωογονεῖται ἡ ὕπαρξή μας, γιά νά μποροῦμε νά ἐξερχόμαστε στό σήμερα καί νά διαλεγόμαστε μαζί του. Δέν ἀρνούμεθα καί δέν ἀφιστάμεθα τῆς παραδόσεως, διότι «Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Παράλληλα, ζοῦμε τό σήμερα, ὄχι μέ πικρία ἤ φόβο γιά ὅ,τι περιορίστηκε ἤ χάθηκε, ἀλλά μέ τήν ἐπίγνωση τῆς κλήσεώς μας νά ἐργαστοῦμε ἐν χρόνῳ καί ἐν κόσμῳ, «καθά συνέταξε ἡμῖν Κύριος» (Ματθ. 27, 10).

Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ προεστώς τῆς συγκεκριμένης ἐν τόπῳ Ἐκκλησίας. Καί αὐτό καλοῦμαι ἀπό σήμερα ἰσόβια νά ζήσω, αὐτόν τόν ἄρρηκτο δεσμό μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Αἰτωλίας καί τῆς Ἀκαρνανίας. Μεταφυτεύομαι ἀπό τή φιλόξενη Μαγνησία, πού ἀγάπησα, σέ ἕνα τόπο τρισευλογημένο καί πολλαπλῶς ἀπό τόν Θεό εὐεργετημένο.

Κάθε τι σέ αὐτόν εἶναι μοναδικό στήν ἑλληνική μας πατρίδα:

Ἡ φυσική του ὀμορφιά θαυμαστή καί πολυποίκιλη, ἀπό τή λιμνοθάλασσα τοῦ Μεσολογγίου μέχρι τόν Ἀμβρακικό κόλπο μέ τή σπάνια πανίδα, καί ἀπό τά Ἀκαρνανικά Ὄρη μέχρι τόν ποταμό Ἀχελῶο.

Ἡ ἱστορικότητά του χαμένη στά βάθη τῶν αἰώνων, ἀπό τήν πολιορκία τῆς Τροίας καί τή μυθική Ἀργώ, ὅπου Αἰτωλοί καί Ἀκαρνάνες ἔδιναν τό στῖγμα τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τους, μέχρι τά ποτισμένα μέ ἑλληνικό αἷμα χώματα ἐπί Τουρκοκρατίας καί, προπαντός, μέχρι τό ἱερό Μεσολόγγι, πού μέ τήν Ἔξοδό του ἔγινε παγκόσμιο σύμβολο ἡρωϊσμοῦ καί ἀντίστασης σέ κάθε μορφή βαρβαρότητας καί ἀνελευθερίας.

Ἰδιαιτέρως ἡ πόλη τοῦ Ἀγρινίου, λίκνο τῆς δημοκρατίας ἀπό τήν ἀρχαιότητα, γενέτειρα ἀργότερα μεγάλων μορφῶν πού ἀναδείχθηκαν στήν παιδεία, στή σπουδή, στά γράμματα, στήν τέχνη, καί κατεστάθησαν μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ γένους τους. Πόλη πού φιλοξένησε μέ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν τούς ἀδελφούς πρόσφυγες τῆς Μικρασίας, καί πλουτίστηκε ἔτι καί ἔτι ἀπό αὐτούς μέ τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, τό φιλοπρόοδο ἦθος, τήν ἁπλότητα πού γίνεται ἀρχοντιά καί εὐλογημένη δημιουργία.

Ἡ Αἰτωλοακαρνανία εἶναι ἕνας τόπος, πού μέχρι σήμερα γεννᾶ ἁγίους. Στά χώματα αὐτά γεννήθηκε ὁ φλογερός ἐθναπόστολος καί ἱερομάρτυς ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος ἔδειξε μέ τήν ζωή, τίς διδαχές, τήν μαρτυρία καί τό μαρτύριό του ὅτι ἡ πίστη ἀνοίγει ὁδό θυσίας, ἄσκησης, παιδείας, συνάντησης τῶν ἀνθρώπων πού ὀφείλουν νά διαφυλάξουν τήν παράδοση, νά κρατήσουν ταυτότητα, γλῶσσα, ἀρχοντιά, μαχητικότητα, πού νιώθουν ὅτι «ψυχή καί Χριστός μᾶς χρειάζεται».

Ἐδῶ γεννήθηκε ἀκόμα ὁ προπομπός του ἅγιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος, 100 χρόνια νωρίτερα, δίδαξε τήν ὁδό τῆς ταπείνωσης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, τῆς κατήχησης, τῆς ἀγάπης γιά τά γράμματα, τοῦ γνήσιου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.

Ἐδῶ ἀσκήτεψαν ἅγιοι ὅπως ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἀλλά καί μαρτύρησαν ἄλλοι, ὅπως ὁ ἅγιος νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἐν Βραχωρίῳ.

Ἐδῶ καί ὁ φλογερός ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντίστασης τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων» τοῦ Μεσολογγίου, θυσιάστηκε μαζί μέ τούς ἱερεῖς του, γιά νά μήν ἀφήσει τόν ἄμαχο πληθυσμό νά πέσει στά χέρια τῶν βάρβαρων ἐχθρῶν.

Ἐδῶ, τέλος, εἶδε τό φῶς καί ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, ὁ «ἀσκητής Ἐπίσκοπος», ὁ «διάφανος Ἱεράρχης», «τό κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας», ὁ «μή ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλά τόν τόπον σεμνύνων ἀφ᾽ ἑαυτοῦ».

Ταπεινά ἀσπάζομαι τά ἴχνη πού ἄφησαν στό πέρασμά Τους ὅλοι αὐτοί οἱ γίγαντες τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. Ἐπικαλοῦμαι τίς πρεσβεῖες Τους, ὥστε νά συνεχίσω μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τό δικό Τους ἔργο, σέ ἕνα τόπο πού γίνεται πλέον ἡ πατρίδα μου, καί σέ μιά τοπική Ἐκκλησία, πού εἶναι στερεωμένη σέ τέτοια ἱερά καί ἄσειστα θεμέλια.

Μνημονεύω τούτη τήν στιγμή τούς τρείς τελευταίους ἀειμνήστους ἐπισκόπους αὐτῆς τῆς ἱερᾶς κιβωτοῦ καί προκατόχους μου: τόν Ἱερόθεο Παρασκευόπουλο, πού στήριξε μέ δυναμισμό τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ἰδίως στά χρόνια τῆς Κατοχῆς. Τόν Θεόκλητο Ἀβραντινή, τόν «δεσπότη τῶν μεγάλων ἔργων», ὁ ὁποῖος πρωταγωνίστησε στό νά ἔχει ἡ ἱερά αὐτή Μητρόπολη, ναούς καί ἱδρύματα καί καλούς κληρικούς. Τέλος, τόν πολύκλαυστο καί πολυσέβαστο Κοσμᾶ Παπαχρήστου, τόν ἁπλό καί ταπεινό στήν καρδιά, τόν φλογερό ἱεραπόστολο, τόν σπουδαῖο πνευματικό καθοδηγητή, αὐτόν πού ἀγαπήθηκε ὅσο κανείς. Μνημονεύοντάς τους στό ἱερό θυσιαστήριο, ζητῶ τή στήριξη τῶν ἁγίων εὐχῶν τους, ὥστε νά μιμηθῶ τήν ἀγάπη τους γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀφοσίωσή τους στόν λαό τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο θεοφιλῶς διεποίμαναν.

Μέ ἅγιο πόθο καί πατρική ἀγάπη περιμένω τήν ὥρα πού θά κοινωνήσω μέ τούς ταπεινούς καί ἀφανεῖς ἐργάτες τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ Γεωργίου τοῦ Χριστοῦ, τούς ευλαβεστάτους ἱερεῖς, τούς μοναχούς, τίς μοναχές, ἐκείνους και ἐκεῖνες πού ἐπιμελοῦνται τό ἔργο τῆς κατήχησης, τῆς μελέτης τοῦ Θείου λόγου καί κάθε ἄλλης δράσης, πού ἀποσκοπεῖ στήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅλους αὐτούς τούς καλούς οἰκονόμους τῆς χάριτος, οἱ ὁποῖοι στό ἑξῆς θά ἀποτελοῦν ἀναφαίρετο κομμάτι τῆς καρδιᾶς καί τῆς ἀγάπης μου, τούς παρακαλῶ ἀπό τούτη τήν στιγμή νά προσεύχονται γιά ἐμένα. Τούς θεωρῶ συνοδοιπόρους μου ἐν Χριστῷ, συνεργάτες στό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καί τούς προσκαλῶ σέ συσστράτευση ἑνότητας και ἀγάπης.

Χαιρετίζω τόν φιλόθεο καί φιλοπρόοδο λαό τῆς Θεοσώστου ἐπαρχίας τήν ὁποία καλοῦμαι νά ποιμάνω, τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, τόν καθένα καί τήν καθεμιά στούς ἕξι δήμους πού τήν ἀπαρτίζουν. Αὐτόν τόν λαό, τόν εὐγενῆ, τόν προσηλωμένο στίς παραδόσεις τῆς πίστεώς μας, τόν καλλιεργημένο πνευματικῶς, μέ ἱερή προσμονή λαχταρῶ καί ἐγώ νά ἐναγκαλιστῶ ἐν «σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ», καί αὐτόν νά διακονήσω μέ ὅλες μου τίς ψυχικές καί σωματικές δυνάμεις, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μου.

Τό συναίσθημα πού μέ κυριεύει αὐτή τήν ἱερή στιγμή, εἶναι ἡ χαρμολύπη. Βιώνω, συγχρόνως, φόβο καί ἐλπίδα, τέλος καί ἀρχή. Εἰσῆλθα στόν Ἱερό τοῦτο Καθεδρικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν ὡς ὁ Πρεσβύτερος Δαμασκηνός. Καί τώρα καλοῦμαι νά καταθέσω αὐτή μου τήν ταυτότητα, νά ἐγκαταλείψω ὅσα μέχρι στιγμῆς γνώριζα ὡς τρόπο ζωῆς καί διακονίας.

Ἰδού, γέγονε καινά τά πάντα. Ὁ Πρεσβύτερος δίνει τή θέση του στόν Ἀρχιερέα. Ἀναμένω νά λάβω τή Χάρη της Ἀρχιερωσύνης, ὄχι ὡς προνόμιο καί ἰδιοκτησία, ἀλλά γιά νά ταυτίσω ὁλοκληρωτικά τήν ὕπαρξή μου μέ τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ· γιά νά ἀπαρνηθῶ ἔτι καί ἔτι τό ἴδιον θέλημα καί νά καταστήσω τόν ἑαυτό μου ἐπιφάνεια λευκή, ἐλεύθερη ἀπό ἰδιοτελεῖς σκοπούς καί ἀγωνία προσωπικῆς καταξίωσης, ὥστε πάνω σέ αὐτήν νά ἐγγραφοῦν ὁ πόνος, ἡ ἀγωνία, ἡ πνευματική ἀναζήτηση τῶν ψυχῶν, πού μοῦ ἐμπιστεύεται σήμερα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐπωμίζομαι τήν ὀδύνη ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐπιθυμία νά μιμηθῶ τόν Κύριο, πού μέ τή σταυρική Του θυσία φέρει τίς πληγές σύνολης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τά τραύματα τῶν ἀνθρώπων καθίστανται πληγές δικές μου ἀλλά καί καύχησή μου, διότι μέ ἀξιώνουν νά μετάσχω στό σχέδιο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Πρός Αὐτόν προσβλέπω καί ἄλλο δρόμο δέν ἔχω ἀπό τήν ταύτιση μέ τή θυσία Του, ὥστε νά γευθῶ καί νά προσφέρω τήν ἀνέκφραστη χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προσφέρομαι πρός συσταύρωση, ὥστε νά καλέσω σέ συνανάσταση.

Προσεγγίζοντας μετά φόβου καί τρόμου τή μεγαλύτερη καί ἱερότερη στιγμή τῆς ζωῆς μου, στιγμή πού μετράει γιά τήν αἰωνιότητα, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ἀναμετρήσω ὅλη μου τήν πορεία, καί εὐχαριστία καί δοξολογία νά ἀναπέμψω στόν Ἅγιο Θεό, πού μέ ἀξίωσε νά περάσω ἀπό τόπους καί νά γνωρίσω ἀνθρώπους, πού ἔγιναν σταθμοί καθοριστικοί, ὁδηγώντας τήν ταπεινή κιβωτό τοῦ βίου μου σέ τούτη τήν ὥρα τήν ἀνεπανάληπτη, μέσα σέ αὐτόν τόν ἱερό καί σεβάσμιο Ναό.

Σάμος, ὁ πρῶτος μου σταθμός, ἡ γενέτειρά μου. Τό νησί, πού ἀνασαίνει εἰρηνικά στή γαλανή εὑρύτητα τοῦ Αἰγαίου τή μυρωμένη αὔρα της Μικρασίας, τό μελτέμι τῆς Ἀνατολῆς, τή μυστική πνοή τοῦ νησιοῦ τῆς Ἀποκάλυψης. Ἐδῶ μέ περιμένει τό πατρικό μου σπίτι, πού μέ κράτησε στήν ἀγκαλιά του τά δεκαοκτώ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς μου. Εὐλαβικά ἀσπάζομαι τά τιμημένα χέρια τῶν γονιῶν μου, τοῦ πατέρα μου Σταύρου καί τῆς μητέρας μου Σταματίας, πού ὁδήγησαν τά βήματά μου ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία στήν Ἐκκλησία. Ἀναπολῶ τήν πληρότητα τῶν νεανικῶν μου χρόνων, πού μοῦ ἐξασφάλισαν οἱ γονεῖς μου, διδάσκοντάς με τήν πίστη στόν Θεό, τήν ἔμπρακτη ἀγάπη στόν συνάνθρωπο, τόν σεβασμό στίς παραδόσεις τῆς πατρίδας μου. Τούς εὐγνωμονῶ γιά ὅλα αὐτά, ὅπως εὐγνωμονῶ καί τήν ἀγαπημένη μου ἀδελφή Μαρία, τόν γαμπρό μου Πέτρο καί τά ἀνίψια μου Νικόλαο καί Σταματία, διότι στά κατοπινά μου χρόνια ὑπῆρξαν γιά μένα συνοδοιπόροι πλήρεις ἀγάπης καί σεβασμοῦ πρός τόν ἀγῶνα καί τίς ἐπιλογές μου. Ἀναπολῶ ἀκόμα τή σεβάσμια μορφή τοῦ ταπεινοῦ ἐφημερίου τῆς Ἐνορίας μου π. Σταματίου, πού ἔγινε πρότυπο καί ἔμπνευση στήν ἱερατική μου κλήση. Τέλος, μέ ἀπέραντο σεβασμό φέρω ἐνώπιόν μου τή μορφή τοῦ ἀσκητικοῦ ἐπισκόπου τοῦ νησιοῦ μου μακαριστοῦ Παντελεήμονα Μπαρδάκου, πού εἶχε προφητεύσει τή μελλοντική μου ἀφιέρωση στήν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα, ὅμως, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου κ. Εὐσεβίου, πού ἀποτελεῖ γιά μένα στηλογραφία ἐργατικότητας, μεθοδικότητας, ἀπαράμιλλης ἐντιμότητας καί ἀκλόνητης ὑπομονῆς. Κλίνω τό γόνυ μπροστά τους καί τούς εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας.

Δεύτερος σταθμός τῆς ζωῆς μου, ὁ Πειραιᾶς, τό μεγάλο λιμάνι τῆς πατρίδας μας, γίνεται τό κατ᾿ ἐξοχήν λιμάνι τῆς ψυχῆς μου. Οἱ ἀνησυχίες της νιότης μου, οἱ ἀγῶνες μου καί τά ὄνειρά μου βρίσκουν ἀνταπόκριση καί διέξοδο, ἡ πορεία μου νόημα μοναδικό. Ἡ σπουδή μου στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μοῦ προσφέρει γνώσεις θεολογικές· ἡ δέ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μέ συνδέει μέ πρόσωπα πού στάθηκαν γιά μένα θησαυροί ἀνεκτίμητοι καί ἐπηρέασαν ἔκτοτε εὐεργετικά τή ζωή μου. Ἀπό τά μεγαλύτερα δῶρα τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε ἡ γνωριμία μου μέ τόν Πρωτοσύγκελο τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς, τόν πατέρα Ἰγνάτιο Γεωργακόπουλο, πού ἀναλαμβάνει την πνευματική μου καθοδήγηση. Ἀναπαύει τήν ψυχή μου ἡ ἠρεμία τοῦ χαρακτήρα του, ἡ ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους του, ἡ γαλήνη τοῦ προσώπου του. Πείθει χωρίς νά δεσμεύει, ἐμπνέει χωρίς νά προβάλλεται, χειραγωγεῖ διακριτικά τήν ψυχή μου στό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης. Μητροπολίτης τότε τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας ὁ Γέροντας Καλλίνικος, μέ εἰσάγει στό ἱερό Βῆμα, ἀναβιβάζοντάς με στόν βαθμό τοῦ διακόνου. Ὅσο ζοῦσε, στεκόμουν μέ δέος καί ἀπεριόριστο σεβασμό μπροστά στόν δυναμικό αὐτό Ἱεράρχη, τόν ἱεροπρεπῆ λειτουργό, τόν δεινό ἱεροκήρυκα μέ τόν ἀπαράμιλλο ἱεραποστολικό ζῆλο καί τήν καλλίκαρπη διακονία. Καί τώρα, πού ἔχει πλέον μετατεθεῖ στά οὐράνια σκηνώματα, εἶμαι βέβαιος ὅτι μέ περιβάλλει προστατευτικά ἡ πατρική του στοργή καί αἰσθάνομαι ἀκαταμάχητη τήν ἀνάγκη, αὐτήν τήν ἱερή στιγμή, νά ζητήσω τήν ἁγία του εὐχή.

Καί, ἰδού, ὁ τρίτος σταθμός τῆς ζωῆς μου μέ περιμένει: ὁ Βόλος, ἡ Μητρόπολη Δημητριάδος, ἡ εὐλογημένη Μαγνησία. Στήν πρόσκληση τοῦ νεοεκλεγέντα Γέροντά μου Μητροπολίτου Δημητριάδος ἀπαντῶ μέ τήν ὑπακοή μου. Τόν ἀκολουθῶ μέ πνεῦμα μαθητείας, μέ τήν ἐπιθυμία νά σταθῶ πιστός συνοδοιπόρος του στήν ἐπισκοπική του ἀποστολή καί νά θυσιαστῶ μαζί του γιά τήν Ἐκκλησία. Κι ἐκεῖνος μέ τιμᾶ μέ τήν ἐμπιστοσύνη του καί μέ τήν ἀνάθεση εὐθυνῶν: τῆς Ἀρχιδιακονίας, τοῦ Ἰδιαιτέρου του Γραφείου, τοῦ Μητροπολιτικοῦ Παρεκκλησίου, τῆς Ποιμαντικῆς τῶν Ἀναγνωστῶν καί τῶν Ἱεροπαίδων, τῆς ἱδρύσεως τῆς Παιδικῆς καί Νεανικῆς Χορωδίας τῆς Μητροπόλεως, τῆς ἀνέγερσης καί ἀποπεράτωσης Ἱ. Ναῶν.

Μοῦ προσφέρει μέ τά σεπτά του χέρια τή χάρη τῆς Ἱερωσύνης, καί μαζί, τήν εὐχή του νά ποιμαίνω τή μεγαλώνυμη ἐνορία τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ περικαλλής Ναός της ἀποτελεῖ ἔκτοτε τήν πνευματική μου κιβωτό, ὅπου καταθέτω τίς βαθύτερες δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου, βιώνοντας μοναδικές ἐμπειρίες λατρείας μέσα σέ μιά ζωντανή ἐκκλησιαστική κοινότητα. Συνεφημέριοι, στελέχη καί ἐνορίτες, σέ ἕνα θεοφιλῆ συναγωνισμό ἀγάπης, στηρίζουν κάθε φιλανθρωπική καί ἱεραποστολική δραστηριότητα, καί παράλληλα ἀναπαύουν τήν ψυχή μου.

Μέ τέτοια ἀποθέματα δύναμης, μοῦ δίνουν χαρά τά διαρκῶς αὐξανόμενα καθήκοντά μου: ὡς Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου ἀρχικά καί Πρωτοσυγκέλλου κατόπιν· ὡς Προέδρου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου καί ὑπευθύνου τοῦ Βρεφονηπιακοῦ Σταθμοῦ τῆς Μητροπόλεως· ὡς προϊσταμένου τῆς ἱστορικῆς Ἐνορίας τῆς Μακρινίτσας, δημιουργοῦ δέ καί διευθυντοῦ τοῦ πρώτου Ἐκκλησιαστικοῦ Μουσείου τῆς Μητροπόλεως, στό γραφικό αὐτό πηλιορείτικο χωριό· ὡς συντονιστοῦ τοῦ Γραφείου Νεότητας καί τῆς ἔκδοσης σύγχρονων κατηχητικῶν βοηθημάτων· ὡς Προέδρου τοῦ Γηροκομείου Καναλίων, μέ τούς τροφίμους καί τό προσωπικό τοῦ ὁποίου συνδέθηκα μέ δεσμούς ἀγάπης καί ἔγινα μέλος τῆς οἰκογένειάς τους· καί τέλος, ὡς ὁραματιστοῦ τοῦ «Μικροῦ Παραδείσου» καί τῆς «Γωνιᾶς τοῦ Θεοῦ», δύο πρότυπων καί πρωτότυπων χώρων ἀπασχόλησης τῶν παιδιῶν.

Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές ἐπάλξεις μοῦ προσφέρουν τήν εὐκαιρία νά γευθῶ τήν εὐλογία τῆς συμπόρευσης καί τῆς ἐπικοινωνίας μέ ἀναρίθμητους συνεργάτες, ἱερεῖς, μοναχούς καί λαϊκούς ἀδελφούς, σέ μιά πορεία πολυσχιδοῦς προσφορᾶς. Κρατῶ ὅλους μέσα στήν καρδιά μου σέ μιά θέση ξεχωριστή καί τούς ἐκφράζω τήν πιό βαθειά μου εὐ-γνωμοσύνη.

Ἡ κατ᾿ ἐξοχήν, ὅμως, εὐλογία τούτων τῶν χρόνων είναι η μαθητεία μου στό πλευρό σας, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου. Στό πρόσωπό σας εἶδα ὄχι μόνο τόν ὁραματιστή Ἱεράρχη μέ τό εὑρύ πνεῦμα καί τόν εὔστροφο νοῦ, μέ τό ἐπικοινωνιακό χάρισμα καί τήν ἐκπληκτική ὀξυδέρκεια, ἀλλά καί τόν καλό ποιμένα, πού σέ καιρούς πολυδιάσπασης και κατακερματισμοῦ, μοναξιᾶς καί ἀπομόνωσης, λειτουργεῖ ὡς παράγοντας καί ἐγγυητής εἰρήνης, συναλληλίας καί ἑνότητας. Στό πρόσωπό σας γνώρισα τόν στοργικό πατέρα, πού δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν, προκειμένου να ἐμπνεύσει στά παιδιά του τόν στόχο τῆς ἁγιότητας. Μέ διδάξατε ἔμπρακτα τήν ταπείνωση, πού ἑνώνει καί συγχωρεῖ, τήν ὑπομονή, πού ἀνέχεται καί μακροθυμεῖ, τήν ἀγάπη, πού ἐλευθερώνει καί ἐμπιστεύεται, τήν ἐμπιστοσύνη, πού ἀναδεικνύει τά χαρίσματα καί δίνει καρποφορία στούς κόπους.

Ἀνήκει σέ σᾶς, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου, ἡ χαρά τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ὡς ἐλάχιστη ἀνταμοιβή τῶν κόπων σας γιά μένα καί τῆς καθοριστικῆς συμβολῆς σας στήν ἐκκλησιαστική μου καταξίωση. Τώρα πού ἦλθε ἡ ὥρα ἀπό τήν ἀγαπημένη πόλη τοῦ Βόλου νά ξεκινήσω γιά τήν εὐλογημένη γῆ τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, ζητῶ ταπεινά τήν εὐλογία καί τήν εὐχή σας, Σεβασμιώτατε Πατέρα μου, γιά νά τήν ἔχω ἐφόδιο πολύτιμο στήν πορεία καί στή διακονία μου. Μαζί μέ αὐτήν ζητῶ ἀκόμη ὡς ἐπιστηριγμό τίς προσευχές τῶν μελῶν τοῦ «κοινοβίου» μας τῆς ἐπισκοπικῆς Σας κατοικίας: τοῦ π. Μαξίμου, τοῦ π. Ἰγνατίου, τοῦ π. Σεραφείμ, τοῦ π. Καλλινίκου καί, βέβαια, τῆς «ψυχομάνας» τῆς πνευματικῆς μας οἰκογένειας, τῆς πιστῆς καί ἀφοσιωμένης κας Μαρίας.

Κρατῶ πυξίδα ἀλάνθαστη, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου, τό φωτεινό σας παράδειγμα. Καί στό θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς μου φυλάσσω μέ εὐλάβεια τίς παρακαταθῆκες πού ἔλαβα ἀπό σᾶς. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί δι᾿ εὐχῶν σας, δέν θά διαψεύσω τίς προσδοκίες σας. Δέν θά ὑποστείλω τά λάβαρα τοῦ ἀγῶνα μου. Θά πορεύομαι «νήφων ἐν πᾶσιν, ἔργον ποιῶν εὐαγγελιστοῦ, τήν διακονίαν μου πληροφορῶν».

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα. Αὐτή τήν ἱερή γιά μένα ὥρα ἐπιτρέψτε μου νά ἀπευθυνθῶ πρός τό Σεπτό Πρόσωπό Σας μέ ἰδιαίτερο σεβασμό, τιμή καί εὐλάβεια. Τά λόγια δέν εἶναι ἱκανά νά ἐκφράσουν τή βαθειά καί ἰσόβια εὐγνωμοσύνη μου γιά τήν ἀγάπη Σας, τήν ὁποία γεύθηκα «ἐν πλησμονῇ»· ἀγάπη γνήσια πατρική, πού ὑπεραμύνεται τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας, πού λαχταρᾶ καί κάνει τό πᾶν γιά νά ἀνακουφίσει τόν ἀνθρώπινο πόνο, πού γνωρίζει νά συγχωρεῖ, πού ἀφουγκράζεται τίς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν της καί παλεύει καί ἀγωνίζεται γι᾿ αὐτά. Ἔνδειξη μόνο, μέσα στίς πολλές, γιά τοῦ λόγου μου τό ἀληθές, εἶναι ἡ θεσμοθέτηση ἀπό τήν πολιτεία, χάρη στίς δικές Σας ἄοκνες προσπάθειες, τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν ἱερέων σέ ὅλη τήν ἑλληνική ἐπικράτεια, γιά τήν ὁποία καί ἐγώ προσωπικά καί – εἶμαι βέβαιος – καί ὅλος ὁ Ἱερός Κλῆρος σᾶς εὐγνωμονεῖ!

Οἰακοστρόφος στούς δύσκολους καιρούς μας τῆς κιβωτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δίνοντας μαρτυρία Χριστοῦ ἰσχυρή, ἐργαζόμενος γιά τήν δόξα Του καί τήν προαγωγή τοῦ Σώματός Του ταπεινά καί ἀθόρυβα, μέσα σέ μιά εὐλογημένη πολλές φορές σιωπή πού ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς ἑνότητας, μέ μιά ἀμετάθετη σταθερότητα πού χαρίζει ἀσφάλεια σέ ὅλους μας, θά ἀποτελεῖτε πάντα γιά μένα ἕνα ὁδοδείκτη αὐθεντικῆς πορείας, ἕνα πρότυπο πρός μίμηση. Ταπεινά ὑπόσχομαι νά ἀκολουθήσω τό φωτεινό Σας παράδειγμα ὡς γνήσιος υἱός φιλοστόργου Πατρός. Ἡ παντοτινή μνημόνευση τοῦ Σεπτοῦ Ὀνόματός Σας σέ κάθε Θεία Λειτουργία θά εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς υἱϊκῆς αφοσίωσης καί τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης μου πρός Ἐσᾶς καί δι᾿ Ὑμῶν στήν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁλόθερμες καί υἱἱκές εἶναι οἱ εὐχαριστίες μου καί πρός ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς, τά τίμια μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσους συμμετέχουν στήν Ἱερή Μυσταγωγία τῆς σημερινῆς εὔσημης ἡμέρας, ἀλλά καί ὅσους συμπαρίστανται συμπροσευχόμενοι γιά τήν ἀναξιότητά μου.

Ἰδιαιτέρως τούς λειτουργούς Ἀρχιερεῖς:

Τόν Ἅγιο Σιδηροκάστρου, τόν φιλακόλουθο καί φιλόκαλο Ἐπίσκοπο τῆς Ἑκκλησίας.

Τόν Ἅγιο Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως, τόν ἀεικίνητο καί φίλεργο Ποιμενάρχη τῆς προσφυγικῆς Μητροπόλεως τῆς Δυτικῆς Θεσσαλονίκης.

Τόν Ἅγιο Λευκάδος καί Ἰθάκης, τόν γλυκή καί μειλίχιο Ποιμένα τῆς Παναγιοσκεπάστου νησιωτικῆς Μητροπόλεως.

Τόν Ἅγιο Νέας Ἰωνίας, Φιλαδελφείας, Ἡρακλείου καί Χαλκηδόνος κ. Γαβριήλ, τόν πρωτοπόρο, δυναμικό, ἐπικοινωνιακό καί ἐργασιομανῆ Μητροπολίτη·

Τόν Ἅγιο Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἱερώνυμο, τόν ἐμβριθέστατο Ἐπίσκοπο μέ τήν πλούσια ἐκκλησιαστική ἐμπειρία καί μέ τόν γνήσιο καί ἀσυμβίβαστο ἐκκλησιαστικό του λόγο·

Τέλος, τόν Ἅγιο Πολυανῆς καί Κιλκισίου κ. Βαρθολομαῖο, τόν πολυφίλητο ἀδελφό καί ἀχώριστο συνοδοιπόρο μου ἀπό τά φοιτητικά μας χρόνια, τόν πλήρη φόβου καί εὐλαβείας γιά τόν Θεό, σεβασμοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀγάπης καί εὐγένειας ἀρχοντικῆς, τό πολύτιμο καί ἀδιατάρακτο στήριγμά μου αὐτά τά 30 χρόνια τῆς εὐλογημένης συμπόρευσης μᾶς.

Εὐχαριστιακά στρέφω τήν καρδιακή προσευχή μου, στους δύο ἀκουσίως ἀπουσιάζοντες Ἁγίους Ἀρχιερεῖς:

Τόν Ἅγιο Ναυπάκτου καί Ἅγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, τόν ἡσυχαστή ἐπίσκοπο, τόν ἐμβριθῆ θεολόγο, τόν πολυγραφότατο συγγραφέα, τόν μαθητή σύγχρονων Ἁγίων καί κληρονόμο τῆς χάριτός Τους. Ὡς τοποτηρητής τῆς χηρευούσης Ἱ. Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ἐπί δέκα ὁλόκληρους μῆνες ἐργάστηκε θυσιαστικά, περιοδεύων, κηρύττων, ἱερουργῶν καί διδάσκων, γιά νά παραδώσει τό θεῖο αὐτό Γεώργιο στόν νέο Ἐπίσκοπο, ἕτοιμο πρός καλλιέργεια καί καρποφορία. Θά τοῦ εἶμαι γι᾿ αὐτό ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἐσαεί εὐγνώμων.

Καί τόν Ἅγιο Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνο, τόν καρδιακό καί ἐπιστήθιο φίλο, πού γνωρίζει νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους μέ ἁπλότητα μέσα ἀπό τά βάθη τῆς παιδικῆς του καρδιᾶς, νά λατρεύει τόν Θεό μέ θεῖο ἔρωτα, νά διακονεῖ τήν τοπική του Ἐκκλησία μέ στιβαρότητα, συνέπεια καί ἀνδρεία.

Εὐχαριστῶ ἀκόμα καί τούς ἱερεῖς, πού περιστοιχίζουν τούτη τήν ὥρα τό Ἱερό Βῆμα, καί ἰδιαιτέρως τόν νεώτερο τῶν ἀδελφῶν μου, ἀλλά τόσο ξεχωριστό γιά τά τάλαντά του Ἀρχιμανδρίτη Ἰγνάτιο Μουρτζανό, τόν ρέκτη, γλωσσομαθῆ, ἐργατικότατο καί μεθοδικότατο Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λαρίσης, πού λαμπρύνει τήν διακονία του μέσα στήν ἐκκλησία μέ τά πολλά του χαρίσματα.

Ὁμοίως εὐγνωμονῶ καί ὅλους ὅσοι παρίστανται, συμ-προσεύχονται καί συμμετέχουν στό κορυφαῖο αὐτό γεγονός τῆς ζωῆς μου: ἄρχοντες ἀπό τόν Βόλο καί τήν Αἰτωλοακαρνανία, Μέλη τῆς Ἐλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἐκπροσώπους στό Ἐλληνικό Κοινοβούλιο, στήν Πρωτοβάθμια καί Δευτεροβάθμια Τοπική Αὐτοδιοίκηση, Πρόεδροι καί Μέλη τοπικῶν φορέων καί συλλόγων.

Μέ καρδιακή καί εὐχαριστιακή ἐπιθυμία ἀπευθύνομαι, τέλος, στούς συγγενεῖς, φίλους, μοναχούς καί μοναχές, πνευματικά μου παιδιά, συνεργάτες, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ὑποβλήθηκαν στήν ταλαιπωρία μεγάλου ταξιδιοῦ γιά χάρη μου. Τούς εὐχαριστῶ καί πάντα θά τούς προσφέρω τήν ἀγάπη μου καί τήν προσευχή μου.

Τέλος, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά μνημονεύσω καί τούς κεκοιμημένους ἀρχιερεῖς Λαρίσης και Τυρνάβου Ἰγνάτιο, Ἐλασσῶνος Βασίλειο, Καστορίας Σεραφείμ, Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλο, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία, Κεφαλληνίας Γεράσιμο καί Τράλλεων Ἰσίδωρο, γιά τούς ὁποίους ἀνέκαθεν ἔτρεφα αἰσθήματα ἰδιαίτερης ἀγάπης καί σεβασμοῦ. Τούτη τήν ἁγία ὥρα ἐπικαλοῦμαι τίς εὐπαρρησίαστες εὐχές τους, γιά νά τίς ἔχω ἐφόδιο στό στάδιο πού ἀνοίγεται μπροστά μου.

Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα,

Υἱϊκῶς καί ταπεινῶς παρακαλῶ νά ἔχω τήν προσευχή καί τήν στήριξή Σας, ὥστε νά εἶναι ἡ ἐπισκοπική μου διακονία θεάρεστη καί ἀνεπίληπτη, σύμφωνη μέ τίς προτροπές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου πρός τόν ἅγιο Πολύκαρπο ἐπίσκοπο Σμύρνης, προτροπές τίς ὁποῖες αἰσθάνομαι ὅτι ἀκούω ἀπό τά δικά Σας πατρικά χείλη αὐτή τή στιγμή:

«Σέ παρακαλῶ στό ὄνομα τῆς χάριτος πού φέρνεις, νά συνεχίσεις τόν δρόμο σου καί νά στηρίζεις κλῆρο καί λαό στήν πίστη, γιά νά σωθοῦν. Νά ὑπερασπίζεσαι τόν τόπο μέ κάθε ἐπιμέλεια, σωματική καί πνευματική. Νά φροντίζεις τήν ἑνότητα, ἀπό τήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Νά τούς ὑπομένεις ὅλους, ὅπως καί ὁ Κύριος ὑπομένει ἐσένα. Νά ἀνέχεσαι μέ ἀγάπη. Νά ἀφοσιώνεσαι σέ ἀδιάλειπτες προσευχές. Νά ζητᾶς περισσότερη σύνεση. Νά μένεις ἄγρυπνος, ἔχοντας πνεῦμα ἀκοίμητο. Στόν κάθε ἄνθρωπο νά μιλᾶς κατά τρόπο πού ταιριάζει στόν Θεό. Νά καταβάλλεις τελικά περισσότερο κόπο, γιά νά λάβεις τόν στέφανο τοῦ Θεοῦ».

ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ κκ ΔΑΜΑΚΣΗΝΟΥ

Εκφωνηθηκε στον Ιερό Καθεδρικο και Μητροπολιτικό Ναό Αγιου Σπυρίδωνος Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου

την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. κ. Ἱερόθεε, τοποτηρητά ἄχρι τοῦδε τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, καὶ Ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἰερωνύμου.

Σεβασμία τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,
Τίμιον Πρεσβυτέριον, Χριστοῦ Διακονία,
Κύριε Περιφερειάρχα,
Κύριοι Βουλευταί,
Κύριε Δήμαρχε τῆς Ἱερᾶς Πόλεως τοῦ Μεσολογγίου,
Λοιποί Δήμαρχοι τοῦ τόπου μας,
Κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν, δικαστικῶν και ἐκπαιδευτικῶν ἀρχῶν,
Λαέ τοῦ Θεοῦ, πιστέ, περιούσιε και εὐλογημένε,

“Εὐηγγελισάμην δικαιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ• ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω• Κύριε, σὺ ἔγνως .τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρδίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ συναγωγῆς πολλῆς” . “Διαλάλησα τή δικαιοσύνη σου σέ σύναξη μεγάλη, νά πού τά χείλη μου δεν τά ’κλεισα• Κύριε, ἐσύ τό ξέρεις. Τή δικαιοσύνη σου δεν ἔκρυψα στά βάθη τῆς καρδιᾶς μου, κήρυξα τήν πιστότητά σου και τή βοήθειά σου• δέν κράτησα κρυμμένη την ἀγάπη σου οὔτε και την ἀλήθειά σου σέ σύναξη μεγάλη”.

Ἰδού μία νέα σελίδα ξεκινᾶ σήμερα στην ἱστορία τῆς εὐλογημένης Μητροπόλεως Αἰτωλίας και Ἀκαρνανίας. Ἕνας νέος ἐπίσκοπος ἔρχεται, για νά ποιμάνει τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ψήφοις κανονικαῖς, ἐκλεγμένος και σταλμένος ἀπό τήν σεπτή Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, για νά συνεχίσει και νά προσθέσει. Εἶναι ὁ κρίκος μιᾶς ἁλυσίδας πού ἑνώνει τό σήμερα καὶ το αὔριο μὲ τό χτές αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως. Θα πορευτεῖ μέ σεβασμό, εὐγνωμοσύνη καί ἀναγνώριση στό ἔργο τῶν προκατόχων του, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν την ἐν τόπῳ Ἐκκλησία μέ τό πρόσωπό τους, τά χαρίσματά τους, τήν ἀφιέρωση, τήν ἔγνοια γιά τόν κλῆρο καί τόν λαό. Προσέθεσαν στήν διαδοχή τῶν ἱερατικῶν γενεῶν ἀνθρώπους πιστούς, πού μέ ζῆλο καί ἀγάπη σταυρική λειτούργησαν καί λειτουργοῦν, ἱερούργησαν τό εὐαγγέλιο καί τό ἱερουργοῦν, κράτησαν καί κρατοῦν τήν πίστη ζῶσα, στάθηκαν καί στέκονται στά μεγάλα γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς δίπλα στό ποίμνιό τους, ἔβαλαν καί βάζουν πιό πάνω ἀπό τόν ἑαυτό τους τήν ἑνότητα κλήρου καί λαοῦ, παλεύοντας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς πονηρίας, πού ἀποσκοπεῖ στό νά χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, τήν Ἐκκλησία, τόν πλησίον, σήμερα καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Κι αὐτό τό ἔργο ὁ νέος ἐπίσκοπος θά προσπαθήσει να τό συνεχίσει καί νά τό ἐπαυξήσει μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προσφέροντας ὅλες του τίς δυνάμεις.
Ὁ νέος ἐπίσκοπος ἔρχεται ἔχοντας στήν σκέψη καί στήν καρδιά του ἕναν λόγο τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας κ. Ἱερωνύμου: “Ἡ Ἐκκλησία δέν σώζει μ᾽ αὐτά πού πράττει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι”. Κι αὐτός ὁ λόγος μεταφράζεται σέ ἕνα ὄνομα: Ἰησοῦς Χριστός! Ἡ Ἐκκλησία σώζει ἐπειδή κοινωνεῖ μέ τόν Χριστό, τοῖς πᾶσι τόν Χριστόν καταγγέλλει, εὐαγγελίζεται τήν δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα γιά ὅλους, πού γίνεται ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀνάσταση καί ζωή αἰώνιος. Ἡ Ἐκκλησία σώζει, καθώς καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ συνάντηση, σύναξη, καινούργια ζωή, μέ τήν ἀποδοχή ὅτι τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός! Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀποστολή τοῦ ἐπισκόπου. Νά εἶναι μιμητής Χριστοῦ. Νά γίνεται ἡ ὁδός καί νά δείχνει τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν Χριστό. Νά τίθεται ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ του σέ μία πορεία ἀγάπης, πού θά καταστήσει πάντας ἀνθρώπους ὥριμους πνευματικά, “εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ” .
Καί ἔχει αὐτή τήν εὐλογία καί αὐτή τήν εὐθύνη ὁ ἐπίσκοπος. Ἔρχεται γιά νά κηρύξει πρωτίστως μετάνοια, ἕναν συνεχῆ ἀγῶνα ἀλλαγῆς νοῦ καί καρδιᾶς. Κι αὐτό διότι ὁ χρόνος αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι καιρός “τοῦ βαλεῖν ἀρχήν μετανοίας” , “καιρός εὐπρόσδεκτος, ἡμέρα σωτηρίας” . Καί ἡ μετάνοια πρέπει νά βιωθεῖ σέ ἕνα συνεχές τώρα. Ἡ μετάνοια ξεκινᾶ ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐπίσκοπο. Γνωρίζει ὅτι κατά ἄνθρωπον τά μέτρα τῆς δύναμής του δεν ἐπαρκοῦν. Παρακαλεῖ ὅμως καί προσεύχεται στόν Θεό, ὥστε ἡ θεία χάρις νά ἀναπληρώνει τά δικά του ἐλλείποντα καί νά θεραπεύει τά ἀσθενῆ του. Καί στήν προσευχή του ὑπενθυμίζει στον ἑαυτό του ὅτι “ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καί ἐν τῇ ἀσθενείᾳ τοῦ ἐπισκόπου τελειοῦται” . Καί σ’ αὐτόν τόν δρόμο καλεῖ τόν κλῆρο καί τόν λαό του νά ἀκολουθήσει. Νά συναισθανόμαστε οἱ πάντες τά ἐλλείποντά μας καί νά ἐμπιστευόμαστε τήν Ἐκκλησία, τήν κιβωτό τῆς χάριτος. Καί νά εἶναι ἡ κάθε στιγμή τῆς ποιμαντορίας τοῦ ἐπισκόπου ἀπαρχή ἀγῶνα ἔτσι ὥστε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ὑπάρχει στίς καρδιές ὅλων!

Κλήθηκε νά ἡγεῖται ὁ ἐπίσκοπος. Ὄχι μόνο “εἰς παροξυσμόν ἀγάπης καί καλῶν ἔργων” , ἀλλά νά μαρτυρεῖ πρῶτος περί τοῦ φωτός, τό ὁποῖο ἔλαβε στήν πορεία τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀρχιερωσύνης. Νά γίνεται φῶς Χριστοῦ πού “φαίνει πᾶσι” , φῶς χαρᾶς, ζωῆς, προσευχῆς. Νά γίνεται ὁ καλός ποιμήν τῆς θυσίας, τῆς κενώσεως, τῆς ταπεινώσεως. Νά γίνεται μία ἀνοιχτή ἀγκαλιά γιά ὅλους τούς “κοπιῶντας καί πεφορτισμένους” , γιά νά ἀναπαύονται ἐν χάριτι καί ἐλέει Θεοῦ. Νά γίνεται ὁ πρᾶος καί ταπεινός, πού θά δείχνει ὅτι κανείς δεν ἀπορρίπτεται ἐπειδή ἔχει ἐλλείψεις, ἀλλά ὁ ἀγώνας τοῦ ἐπισκόπου εἶναι γιά νά προστεθοῦν οἱ πάντες στην ἀγαθή μερίδα, αὐτή τοῦ “ἑνός οὗ ἔστι χρεία”9, στήν σχέση μέ τόν Χριστό στην Ἐκκλησία.

Διότι ὁ ἐπίσκοπος τήν Ἐκκλησία φανερώνει. Ἔχει πάντοτε στον νοῦ καί τήν καρδιά του ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐν τόπῳ, ἀλλά εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική, ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ αὐτή ἀνά τούς αἰῶνες, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά γεωγραφικά ὅρια καί μαρτυρεῖ τήν παγκοσμιότητα τοῦ εὐαγγελίου, τό μήνυμα τῆς σωτηρίας πού ἀγγίζει κάθε ἄνθρωπο καί γίνεται κλήση προσφορᾶς τῶν χαρισμάτων τοῦ καθενός σέ ὅλους. Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐγγυητής τῆς ἑνότητας, τόσο ἐντός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί στον ἀγῶνα νά ἐκκλησιοποιηθεῖ ὁ κόσμος, γιά νά ζήσει. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναθέτει στον ἐπίσκοπο αὐτή τήν εὐθύνη. Νά διακρίνει τά χαρίσματα κλήρου καί λαοῦ. Νά καλεῖ οἱ πάντες νά λειτουργήσουν ὑπό τήν εὐλογία του, ὥστε νά διακρίνονται τά ὅρια. Καί νά μη λησμονοῦν ὅτι καί ἐκεῖνος μέ τήν σειρά του ἀναφέρεται, λογοδοτεῖ στην Ἐκκλησία, στην Ἱερά Σύνοδο. Εἶναι μέλος τοῦ συνοδικοῦ σώματος, πού σημαίνει πώς ὅ,τι ζητᾶ ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό του, προέρχεται ἐκ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ προσευχή ὅλων κατά τήν θεία λειτουργία καί, μάλιστα, μετά τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς καί τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, νά ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δείχνει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος δεν ὑπάρχει αὐτόνομος, ἀλλά ὡς πρόσωπο πού ποιμαίνει κλῆρο καί λαό ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι μία καί ὀρθόδοξη στήν καθολικότητά της.

Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως δεν ἐπαναπαύεται στην αὐτάρκεια τῶν ὅσων ἔχουν ἀποδεχτεῖ καί προσπαθοῦν νά ζήσουν τό εὐαγγέλιο. Εἶναι ἔλλειμμα, ἰδίως στούς καιρούς μας, νά περιχαρακωνόμαστε στους “ἰδίους”10, δηλαδή μόνο σέ ὅσους ἤδη ἔχουν ἀποδεχτεῖ τό Εὐαγγέλιο. Τό μήνυμα τῆς σωτηρίας ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἐπίσκοπος ἁπλώνει τά χέρια προς ὅλους. Προσλαμβάνει στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τόν πόνο τῆς φθαρτότητας, τῆς ἀσθένειας καί τοῦ θανάτου. Τήν ὀδύνη τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πτώσεως πού ταλανίζει τόν κάθε ἄνθρωπο. Τήν ἄρνηση πολλῶν νά κατανοήσουν, νά ἀναζητήσουν, νά συζητήσουν, νά θελήσουν νά ἐμπιστευθοῦν τήν Ἐκκλησία. Κάποτε καί τόν θυμό τους, διότι ὅταν θέλησαν, δεν βρῆκαν οὔτε πρόσωπα οὔτε ἀπαντήσεις, ἴσως οὔτε καί ἀγάπη. Δεν ἀρνεῖται ὅμωςνά συναντήσει καί τούς ἀδιάφορους γιά τήν πίστη, στοιχεῖο τῆς ἐποχῆς μας, καθώς ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰσθάνεται αὐτάρκης στα ἀγαθά, στα ἐπιτεύγματα, στίς πληροφορίες, στις εὐκαιρίες τῆς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας.

Οἱ “ἴδιοι” βεβαίως εἶναι ἡ ἀπαντοχή καί ἡ παρηγοριά τοῦ ἐπισκόπου. Εἶναι ὅσοι συμμερίζονται τήν ἀποστολή τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ, ἀλλά καί ὅσοι ἀγωνίζονται νά ζήσουν τόν τρόπο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως δεν μπορεῖ νά περιοριστεῖ, νά ἐπαναπαυθεῖ, νά συλλογιστεῖ ὅτι φτάνουν αὐτοί καί ὅτι δέν γίνεται τίποτα γιά τούς ἄλλους. Δεν μπορεῖ νά χωρίσει τούς ἀνθρώπους σέ δικούς του καί ἄλλους, ὅταν, μάλιστα, οἱ ἐνορίες μας χρειάζονται ἀνανέωση. Καί ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ οἱ ἀνέστιοι πνευματικά ἄνθρωποι, ἰδίως οἱ νέοι μας, νά αἰσθανθοῦν ὅτι μποροῦν νά βροῦνε την οἰκία” τοῦ Πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς” στήν ζωή τῆς πίστεως! Ὅτι δεν εἴμαστε ἁπλῶς ἕνα ἄθροισμα ἀτόμων και πληθυσμῶν, ἀλλά ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κρατᾶ ὡς τόν πολύτιμο θησαυρό του τήν Ὀρθόδοξη ταυτότητά του, ὄχι μόνο στούς τύπους, ἀλλά ὡς τρόπο ζωῆς πού μεταμορφώνει τήν καθημερινότητά του.

Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος πού ἐργάζεται γιά τήν ἑνότητα καί μεταξύ τῶν θεσμῶν. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν παράδοση τῆς συναλληλίας καί τῆς διακριτότητας τῶν ρόλων, δεν μπορεῖ νά εἶναι οὐραγός, οὔτε ἀδιάφορη γιά τήν πορεία τοῦ τόπου. Ὁ ἐπίσκοπος δέν ταυτίζεται μέ ἰδέες, διότι καί ἡ καλύτερη ἀκόμη μερίζει, χωρίζει, καθώς ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δεν εἶναι δεδομένο ὅτι θά τήν ἀποδεχτεῖ. Ὁ ἐπίσκοπος δέν ταυτίζεται μέ πρόσωπα, γιατί ὅλοι καί ὅλες εἶναι παιδιά του, παιδιά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος κηρύττει τήν ἀλήθεια. Μεριμνᾶ γιά τόν λαό του, ἰδίως τόν ἀναγκεμένο, τόν κουρασμένο, αὐτόν πού ἀναζητᾶ φροντίδα καί βοήθεια. Μεριμνᾶ καί γιά τόν ἔσχατο. Καί γίνεται αὐτός πού κρούει τήν θύρα, ὥστε νά καλυφθοῦν, μέ τήν συμπαράσταση ὅλων τῶν θεσμῶν, οἱ ἀναγκαῖες χρεῖες. Γι᾽ αὐτό καί ἡ πόρτα τοῦ ἐπισκόπου εἶναι πάντοτε ἀνοιχτή, γιά διάλογο, γιά συμπαράσταση, γιά κατάθεση ἀληθειῶν. Ὁ ἐπίσκοπος δέν θά φοβηθεῖ νά ὑπερασπιστεῖ καί τήν πίστη καί τούς ἀνθρώπους. Θά τό πράξει ὅμως μέ σεμνότητα, εὐγένεια, ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα. Καί θά ζητήσει νά συμπορευθοῦνε ὅλοι οἱ θεσμοί στήν προοπτική τῆς διακονίας τοῦ ανθρώπου. Θά τό ὑπενθυμίσει. Θά προσευχηθεῖ. Θά δώσει ὅμως καί “λόγον παντί τῷ αἰτοῦντι” , ὥστε νά ἀκουστεῖ καθαρή, αὐθεντική, διακριτική καί, ὅταν χρειαστεῖ, στεντόρεια ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔρχομαι σέ ἕναν τόπο πού ἤδη μοῦ ἔχει δώσει ἕνα νέο ὄνομα. Ὡς Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ζῶ ἤδη σέ μία νέα πατρίδα. Πατῶ τήν γῆ τοῦ Μεσολογγίου, τήν γῆ τῆς θυσίας γιά τήν ἐλευθερία, τήν γῆ πού πολιορκήθηκε, ἀλλά δέν ὑπέκυψε, τήν γῆ πού ἔδειξε στήν Εὐρώπη καί στόν κόσμο ὅτι ἡ Ἐλλάδα πέθανε, κι ὅμως ἀναστήθηκε. Πατῶ τήν γῆ τοῦ Αγρινίου, τήν γῆ πού μέ φέρνει πίσω στήν πρό Χριστοῦ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων, πού μοῦ δείχνει ὅτι γλῶσσα, ἱστορία, πολιτισμός, γενναιότητα, δημιουργία, οἰκογένεια, ἡρωισμός ταξιδεύουν στους αἰῶνες. Τήν γῆ τοῦ νεομάρτυρα ἁγίου Ἰωάννη, πού ἔδειξε ὅτι ἡ πίστη κρατᾶ τήν ἐθνική συνείδηση ζωντανή. Τήν γῆ πού πότισαν μέ τόν ἱδρῶτα, τίς μνῆμες, τόν πόνο οἱ πρόσφυγες τῆς Μικρασίας, ὅταν συνάντησαν τούς ντόπιους, μέ τούς ὁποίους ὄχι μόνο συγκατοίκησαν, ἀλλά καί πάλεψαν γιά ἕναν τόπο συνολικά φιλοπρόοδο, δημιουργικό, καλλιεργημένο. Τήν γῆ τῆς Ἀμφιλοχίας καί τῆς Βόνιτσας, ὅπου ἀνταμώνουν Ἀνατολή καί Δύση, Τουρκοκρατία καί Βενετοκρατία, θάλασσα καί στεριά, πανδοχεῖα καί πλοῖα, ὡς τόποι συναντήσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί ἀδούλωτου φρονήματος, τόποι Ἑλληνικοί! Τήν γῆ τοῦ Θέρμου καί τοῦ Μεγάλου Δένδρου, ἀπό ὅπου ὁ Πατροκοσμᾶς καί ὁ ἄλλος μεγάλος Αἰτωλός, ὁ Εὐγένιος, ξεκίνησαν, ἱδρύοντας σχολεῖα, γιά νά βροντοφωνάξουν ὅτι μέσα ἀπό τήν παιδεία παίρνουμε ταυτότητα μέ μία φράση πού δίνει νόημα ἀκόμη καί στό σήμερα: “Ψυχή καί Χριστός μᾶς χρειάζεται”. Τήν γῆ τοῦ Αἱτωλικοῦ, μέ τό ἐκπάγλου ὀμορφιᾶς φυσικό περιβάλλον, τήν ποικιλία τῆς χλωρίδας καί τῆς πανίδας, ὅπου οἱ ἁλιεῖς τροφοδότησαν καί τροφοδοτοῦν μέ τά ἔργα τῶν χειρῶν τους τόν κόσμο καί νοστιμίζουν τήν ζωή μας. Τήν θάλασσα, τίς λίμνες καί τά βουνά, ὅπου σπουδάζουμε τό “ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας” . Τήν γῆ τῶν ποιητῶν, τῶν ζωγράφων, τῶν καλλιτεχνῶν, ἐκείνων πού ξεχώρισαν μέ τά χαρίσματά τους, ὅπως καί τῶν ἁπλῶν καί ταπεινῶν, τούς ὁποίους κλήθηκα ὄχι μόνο νά ποιμάνω καί νά διακονήσω, ἀλλά καί νά γίνω ἕνας ἀπό αὐτούς. Εἶναι ἤδη οἱ ἄνθρωποί μου, ἡ πνευματική μου οἰκογένεια, οἱ συνοδοιπόροι στον ἀγῶνα τῆς ἀπό κοινοῦ ζωῆς μας. Σ᾽αὐτή τή γῆ θά ζήσω ὅσο ὁ Θεός μοῦ ἐπιτρέψει. Ἀπό αὐτή τή γῆ θά ἤθελα νά ξεκινήσω τήν πορεία μου στον οὐρανό, ἀπό αὐτήν νά ἀναστηθεῖ τό σῶμα μου εἰς ζωήν αἰώνιον.

Αὐτή τήν γῆ ἐποίμαναν πρό ἐμοῦ ἐπίσκοποι ἀγωνιστές. Ὁ Μητροπολίτης Πορφύριος πού πάλεψε στον ἀγῶνα τοῦ 1821 νά μείνει τό Μεσολόγγι ἐλεύθερο καί ἐποίμανε τήν περιοχή καί μετά τήν ἀνεξαρτησία. Ὁ συνεργάτης του ἐπίσκοπος Ρωγῶν καί ΚοζύληςἸωσήφ, ὁ ὁποῖος πρωταγωνίστησε στήν δεύτερη πολιορκία. Ἦταν αυτός πού κοινώνησε τούς ἀγωνιστές τῶν ἀχράντων μυστηρίων πρίν τήν Ἔξοδο. Αὐτός πού θυσιάστηκε μαζί μέ τίς γυναῖκες καί τά παιδιά, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τοῦ Ἰμπραήμ, μη ἐγκαταλείποντας τόν λαό του. Ἀλλά καί οἱ τελευταῖοι προκάτοχοί μου ἀφιέρωσαν ὅλο τους τό εἶναι γιά τόν λαό μας. Ὁ Ἰερόθεος Παρασκευόπουλος πάλεψε στήν κατοχή νά ἀντέξουν οἱ ἄνθρωποι τήν πεῖνα καί τίς κακουχίες. Ὁ Θεόκλητος Ἀβραντινῆς ὑπῆρξε ὁ ἐμπνευστής καί πρωταγωνιστής τοῦ νά χτιστοῦν στις ἐνορίες νέοι ναοί, μέ κάλλος καί λειτουργικότητα, ὥστε νά ὑμνεῖται ὁ Θεός. Ὁ πολύκλαυστος Κοσμᾶς Παπαχρήστου, ὁ σεβάσμιος γέροντας, καθώς ὑπῆρξε πνευματικός καθοδηγητής καί ἐξομολόγος πολλῶν ἀνθρώπων, ἔδειξε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἔργα, ὅτι “ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται”14, ὅτι ἀποστολή τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νά μιλᾶ καί νά δείχνει τόν Θεό. Τούς εὐγνωμονῶ, τούς μνημονεύω στήν προσκομιδή καί παρακαλῶ νά ἀγωνιστοῦμε τόν καλόν ἀγῶνα, τιμῶντας καί αὐτούς στήν πράξη.

Ἁπλώνω τά χέρια μου καί προσκαλῶ σήμερα τούς πάντες σέ μία πνευματική συστράτευση. Τούς ἀδελφούς μου συμπρεσβυτέρους, τόν Ἱερό μας Κλῆρο. Εἴμαστε οἰκογένεια ὄχι ἀναμάρτητων ἀλλά ἀγωνιζομένων ἀνθρώπων, πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐξέλεξε γιά νά ἐπανευαγγελίσουμε τόν λαό μας, ὅπως λέει χαρακτηριστικά ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπός μας. Ὁ καθένας ἔχει τά χαρίσματά του. Δέν μπορεῖ καί δέν χρειάζεται νά εἴμαστε ὅμοιοι. Εἶναι χρέος μας ὅμως νά πορευόμαστε ἑνωμένοι. Ὁ καθένας νά διδάσκεται ἀπό τόν ἄλλο. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καί ἡ κοινωνία ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τόν δυναμισμό καί ἀπό τήν ταπεινή σιωπή. Καί ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς καρδιᾶς καί ἀπό τόν σεβασμό στα ὅρια. Καί ἀπό τήν πρωτοπορία στίς μεθόδους καί ἀπό τήν παραδοσιακότητα στό περιεχόμενο. Ἡ ἑνότητά μας φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι μετέχουμε ὅλοι στό κοινό ποτήριο, στήν λειτουργική καί εὐχαριστιακή σύναξη ὑπό τόν ἐπίσκοπο. Καί ὁ ἐπίσκοπος ἐκτιμᾶ τήν ἀγωνιστικότητά σας. Θά εἶναι πατέρας, ἀδελφός καί στήριγμά σας. Χαιρετίζει τίς οἰκογένειές σας, τίς καλές σας πρεσβυτέρες καί τά παιδιά σας. Καί εἶναι στις ἄμεσες προτεραιότητές του ἡ στήριξη μέ κάθε τρόπο τῆς ζωῆς καί τοῦ ἀγῶνα σας!

Ζοῦμε σέ μία ἐποχή στήν ὁποία καλούμαστε νά ἀναγνωρίσουμε τήν πορεία τῶν καιρῶν. Χρειαζόμαστε ἐπιμόρφωση. Καί ἡ Μητρόπολη μας θά ἐργαστεῖ στόν τομέα αὐτό. Σέ συνεργασία μέ τό Ἵδρυμα Ποιμαντικῆς Ἐπιμορφώσεως τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἀλλά καί μέ γνώμονα τίς δικές μας ἀνάγκες καί ἰδιαιτερότητες, θά καταρτίσουμε προγράμματα, ὥστε νά βοηθηθοῦμε στήν ποιμαντική μας διακονία. Σέ κάποια ἀπό αὐτά τά προγράμματα θά ζητήσουμε νά ἐνταχθοῦν καί οἱ λαϊκοί ἀδελφοί καί συνεργάτες μας. Ἐκτιμοῦμε τήν διακονία τοῦ λόγου καί τῆς κατηχήσεως, τήν ὁποία συνέδραμαν καί συνδράμουν οἱ Ἐκκλησιαστικές Ὀργανώσεις καί τά Ἐκκλησιαστικά Σωματεῖα στήν Μητρόπολή μας. Ἔχουν προσφέρει καί θέλουμε νά συνεχίσουν νά προσφέρουν, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου τους, πολλά στήν χριστιανική μαρτυρία. Οὐδείς περισσεύει. Τό ἴδιο θά θέλαμε νά πράξουν καί οἱ θεολόγοι τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως, ἀλλά καί ὅσοι καί ὅσες σπούδασαν τήν ἱερά ἐπιστήμη. Τούς χρειαζόμαστε καί τούς θέλουμε κοντά μας. Θά τούς συναντήσουμε καί θά περιμένουμε καί ἀπό αὐτούς νά διακονήσουν τό γεώργιον τοῦ Κυρίου.

Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ ἱερωσύνη δέν ἐξασφαλίζει ἐπαγγελματική κατοχύρωση. Γι᾽ αὐτό καί εἴμαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε ἐθελοντές κληρικούς. Ἄνθρωποι πού ἐργάζονται μέ ἀξιοπρέπεια καί δημιουργικότητα, πού νιώθουν ὅμως ὅτι μποροῦν νά ἀφιερώσουν μέρος ἀπό τόν χρόνο τους στήν Ἐκκλησία, γιά νά διακονήσουν τόν ἐλάχιστο ἀδελφό, θέλουμε νά μη φοβηθοῦν. Ἄν ἡ καρδιά τους αἰσθάνεται τήν κλήση τοῦ Θεοῦ, νά ποῦνε τό “ναί”. Καί ὁ ἐπίσκοπος θά συγκατανεύσει. Προς αὐτή τήν κατεύθυνση ὁ ἐπίσκοποςθά καθιερώσει ἤ θά ἐνισχύσει, ὅπου ἤδη λειτουργεῖ, τόν θεσμό τῶν ἀναγνωστῶν. Θέλουμε νέα παιδιά, μέ ζῆλο καί ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία, νά τήν διακονοῦν μέ εὐλογία, καθοδήγηση καί ἐπιμόρφωση. Νά ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ Ἁγίου Βήματος καί τῆς ἱερότητός του. Τί σημαίνει νά διακονοῦν τόν ἐπίσκοπο καί τόν ἱερέα στήν θεία λειτουργία. Νά κατανύσσονται, ἀλλά καί νά ἐμπνέονται. Αὐτή τήν ἐπίγνωση θά πρέπει πιό συστηματικά νά τήν σπουδάσουν καί νά τήν βιώσουν καί οἱ ἱερόπαιδες γενικότερα, τά παιδιά ἐκεῖνα πού διακονοῦν στό ἱερό καί πού κάποια ἀπό αὐτά θά ἀποτελέσουν τό ἱερατικό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἔργο τῆς νεότητος γενικότερα εἶναι ἔργο πρωταρχικῆς σημασίας. Γνωρίζω, καί ἀπό τήν μέχρι τώρα ποιμαντική μου ἐμπειρία, ὅτι αὐτός ὁ τομέας εἶναι ὁ πιό δύσκολος στούς καιρούς μας. Πολλοί οἱ πειρασμοί πού ἀπομακρύνουν τήν νεολαία ἀπό τήν κατήχηση καί ἀπό τήν μετοχή στην λειτουργική ζωή. Δέν ὠφελεῖ ὅμως νά μεμψιμοιροῦμε. Ὀφείλουμε νά ζωστοῦμε τό λέντιον καί νά παλέψουμε. Μέ τήν λειτουργία πιό σύγχρονων καί περισσότερων πνευματικῶν κέντρων. Μέ τήν ἀνάληψη πρωτοβουλιῶν ὥστε ἡ κατήχηση νά γίνεται μία συναρπαστική περιπέτεια. Μέ τήν αἴσθηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία βγαίνει ἀπό τούς τέσσερις τοίχους τοῦ ναοῦ καί θέλει νά συναντήσει τά παιδιά καί τούς νέους στό σχολεῖο, στό πανεπιστήμιο, στον ἀθλητισμό, μέ πρωτοβουλίες ἐθελοντισμοῦ, μέ ἀνανέωση τοῦ κατηχητικοῦ ὑλικοῦ, μέ τήν αὔξηση τῶν κατασκηνωτικῶν περιόδων, μέ ἕναν γόνιμο διάλογο πού δέν θά ἀποκλείει ἀκόμη καί τό Διαδίκτυο, ἀρκεῖ νά στηρίζεται στήν αὐθεντικότητα τῆς πνευματικῆς μας παραδόσεως καί νά ἀποσκοπεῖ στήν ἀγάπη καί τήν σωτηρία.

Μαζί ὅμως μέ τήν κατήχηση, προτεραιότητά μας θά εἶναι ἡ στήριξη τῆςοἰκογένειας. Θέλω νά χαιρετίσω ἰδιαιτέρως τίς πολύτεκνες καί τρίτεκνες οἰκογένειες τοῦ τόπου μας. Σέ μία ἐποχή στήν ὁποία τό δημογραφικό πρόβλημα εἶναι τό μεῖζον τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ οἰκογένεια καθαυτή καί πολύ περισσότερο ἡ οἰκογένεια πού πρεσβεύει τίς χριστιανικές ἀρχές καί τίς μεταδίδει στά παιδιά της, ἀποτελεῖ τό μέλλον τῆς πατρίδας μας. Παρά τίς δυσκολίες πού ἡ πανδημία ἐπέφερε, ἔχει μεγάλη ἀξία νά λειτουργήσουν καί πάλι σχολές γονέων, σέ ὅλες τίς ἕδρες τῶν δήμων τῆς Μητροπόλεώς μας. Νά στελεχωθοῦν οἱ ὑπηρεσίες τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας μέ εἰδικούς, πού θά πιστεύουν στόν Θεό καί θά μποροῦν νά βοηθήσουν τίς οἰκογένειες καί ψυχικά καί ὑλικά. Νά ἐπιμορφωθοῦν καλύτερα οἱ πνευματικοί σέ ζητήματα συμβουλευτικῆς γάμου καί οἰκογένειας. Καί ὁ ἐπίσκοπος θά ἀναλάβει νά συναντᾶ τά νέα ζευγάρια πρίν προσέλθουν στόν ναό γιά νά εὐλογηθεῖ τό μυστήριο τοῦ γάμου τους.
Το φιλανθρωπικό ἔργο δέν μπορεῖ παρά να εἶναι προτεραιότητα στήν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἄν τό θέλουμε, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά καλύψει ὅλες τίς ἀνάγκες. Δέν διανοοῦμαι ὅμως ὅτι μποροῦμε νά ἀδιαφορήσουμε γιά συνανθρώπους μας πού πεινοῦν καί δέν καλύπτουν τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης μέ ἀξιοπρέπεια, πόσο μᾶλλον οἰκογένειες. Προς τόν δρόμο αὐτό θά ἀναλάβουμε πρωτοβουλίες, ὅπως ἐπίσης καί γιά τήν στήριξη τῶν μοναχικῶν καί τῶν ἡλικιωμένων, οἱ ὁποῖοι δικαιοῦνται νά μην αἰσθάνονται τό “Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω” . Κάθε ἐνορία χρειάζεται νά ἔχει ἔστω μία φιλανθρωπική δράση. Καί ἀπευθύνουμε ἔκκληση καί πρόσκληση πρόςὅλους τούς φορεῖς, μέ τούς ὁποίους συνδιακονοῦμε τόν ἄνθρωπο, νά συμπορευτοῦμε! Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα μοναδικό χαρακτηριστικό: μπορεῖτε νά τήνἐμπιστευθεῖτε! Καί θέλουμε νά εἴμαστε μαζί στόνἀγῶνα γιά τόν πλησίον!

Ἡ Ἐκκλησία στούς καιρούς μας χρειάζεται νά ἀναδείξει τήν πνευματική καί πολιτιστική της κληρονομιά. Θεωροῦμε σημαντικό νά καταγραφοῦν καί νά ἀναδειχθοῦν ἀξιόλογοι πολιτιστικοί θησαυροί, μέ ἀπώτερο σκοπό νά δημιουργηθεῖ ἕνας χῶρος, ὅπου διά ζώσης, ἀλλά καί διαδικτυακά, ὁ ἐπισκέπτης θά μπορεῖ νά θαυμάσει τέτοιους θησαυρούς, τήν ἱστορία τῆς Μητροπόλεως καί τοῦ τόπου μας, νά πληροφορηθεῖ γιά πρόσωπα πού ξεχώρισαν, πού ἀγωνίστηκαν, πού ἄφησαν ἱστορία καί κατά ἄνθρωπον καί κατά Θεόν. Μποροῦμε νά καταδείξουμε τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων τοῦ τόπου μας καί νά τά καταστήσουμε προσιτά στήν νέα γενιά. Εἶναι χρέος μας νά διαλεχθοῦμε μέ τόν κόσμο, χωρίς φόβο, ὄχι ὅμως γιά νά συσχηματισθοῦμε, ἀλλά γιά νά καταστήσουμε γνωστή τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἕνα συνεχές “ἔρχου καί ἴδε” .
Αὐτές οἱ ποιμαντικές στοχεύσεις δέν θά μπορέσουν νά ὑλοποιηθοῦν χωρίς στήν συστράτευση τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κλῆρος καί λαός. Γνωρίζω ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἐθελοντές, οἱ ὁποῖοι βοηθοῦν ἰδιαιτέρως στό φιλανθρωπικό καί τό κατηχητικό ἔργο. Τούς χαιρετίζω καί ἀπευθύνω ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς γιά ὅσα ἔχουν προσφέρει. Ἐπαναδιατυπώνω σήμερα τήν πρόσκληση νά συνεχίσουν νά προσφέρουν, νά κάνουν πράξη τό κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ νά δοῦνε τόν Ἴδιο στό πρόσωπο τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ μας. Εὐχαριστῶ τούς ἐκκλησιαστικούς ἐπιτρόπους καί τίς κυρίες τῶνἐνοριακῶν φιλοπτώχων ταμείων γιά τήν μέχρι σήμερα διακονία τους. Τούς κατηχητές καί τίς κατηχήτριες. Τούς κυκλάρχες καί τίς κυκλάρχισσες. Τήν ἐκπαιδευτική κοινότητα, τούς δασκάλους καί τούς καθηγητές πού κρατοῦνε τά σχολεῖα ἀνοιχτά στήν Ἐκκλησία. Τούς ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφιερώνουν χρόνο καί διάθεση. Τήν διακονία στηρίξεως γυναικῶν “ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ”. Τούς ἐθελοντές τοῦ Κοινωνικοῦ Φροντιστηρίου. Νά συνεχίσουμε, παρακαλῶ, τόν ἀγῶνα καί νά προστεθοῦν καί ἄλλοι σ᾽ αὐτόν, ἰδίως νεώτεροι!

Ἄφησα στό τέλος τήν ἀναφορά μου στά μοναστήρια τῆς Μητροπόλέως μας. Κι αὐτό διότι εἶναι μεγάλη ἡ σημασία τους τόσο στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας γενικά, ὅσο καί στήν ποιμαντορία ἑνός ἐπισκόπου. Τά μοναστήρια εἶναι ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πνεύμονες στήν ζωή τῆς πίστεως. Ὁ ἄλλος εἶναι οἱ ἐνορίες. Ὅταν τά μοναστήρια ἀναπνέουν Χριστό, ἀσκητικότητα, ὀρθόδοξη πνευματικότητα, προσευχή, ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον, γίνονται τό καύχημα τοῦ ἐπισκόπου καί τό στήριγμα τῶν πιστῶν. Καί εἶμαι βέβαιος ὅτι αὐτό ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι τά μοναστήρια τοῦ τόπου μας, ἀνδρικά καί γυναικεῖα. Ὁ ἐπίσκοπος, λοιπόν, θά εἶναι προστάτης τοῦ μοναχικοῦ βίου. Δέν ἔχουν νόημα οἱ παρεμβάσεις στήν ζωή τῶνμοναχῶν. Μόνο ἡ πατρική προσευχή, ἡ διακριτική ἀγάπη, τό μοίρασμα τῆς χαρᾶς πού οἱ ἱερές ἀκολουθίες προσφέρουν, ἡ βεβαιότητα ὅτι τά μοναστήρια ἀγρυπνοῦν μέ τήν προσευχή γιά νά στηρίξουν τόν ἀγῶνα τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν πατέρων στις ἐνορίες. Ὁ μοναχισμός ἀνθίζει στήν ἐλευθερία καί στήν ἀγάπη. Ὁ μοναχισμός πρέπει νά εἶναι συντηρητικός, γιά νά δείχνει σέ ὅλους τά ὅρια. Πρέπει νά εἶναι ὅμως καί ἀγαπητικός, γιά νά δείχνει τήν κορυφή, νά δείχνει τόν Χριστό. Καί ὅλα αὐτά ἐξασφαλίζονται μέσα ἀπό τήν κατεξοχήν μοναχική ἀρετή, τήν ὑπακοή στον ἐπίσκοπο καί στήν Ἐκκλησία.

Ἐπιθυμῶ νά εὐχαριστήσω ὁλοκαρδίως τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καίἉγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, γιά τήν σχεδόν ἐντεκάμηνη τοποτηρητεία καί ποιμαντορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, τήν ὁποία ἔφερε εἰς αἴσιον πέρας μέ πατρική ἀγάπη, ἄοκνη παρουσία καί πολύ κόπο. Τοῦ εἶμαι εὐγνώμων καί τόν παρακαλῶ νά προσεύχεται γιά μένα. Εὐχαριστῶ ἀκόμη τούς Ἁγίους Ἀρχιερεῖς πού συμμετέχουν σήμερα στήν χαρά τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Τούς ἀξιότιμους ἄρχοντες τῆς περιφέρειας καί τοῦ νομοῦ. Τούς προλαλήσαντας, οἱ ὁποῖοι μέ συνεκίνησαν γιά τά αἰσθήματα καί τήν διάθεσή τους να συμπορευτοῦμε. Τούς ἱερεῖς, τόσο τοῦ τόπου μας, ὅσο και ἐκείνους πού ἦρθαν ἀπό ἄλλα μέρη, ἰδιαιτέρως ἀπό τόν τόπο τῆς μέχρι πρίν τήν ἐκλογή διακονίας μου. Τούς ἐπισκέπτες ἀπό τήν Μητρόπολη Δημητριάδος, τούς ὁποίους πάντοτε θά κρατῶ στήν καρδιά μου καί θά γνωρίζουν ὅτι ἔχουν ἀνοιχτές τίς θύρες τῆς φιλοξενίας καί τῆς ἀγάπης. Κυρίως ὅμως τόν εὐγενῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας γιά τήν παρουσία του στό νέο αὐτό ξεκίνημα.

Ἐπικαλοῦμαι ταπεινά τίς πρεσβεῖες τοῦ προστάτου τοῦ Μεσολογγίου Ἁγίου Σπυρίδωνος, καθώς καί τοῦἉγίου Χριστοφόρου, προστάτου τοῦ Ἀγρινίου, ὅπως ἐπίσης καί ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ τόπου μας, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐν Βραχωρίῳ μαρτυρήσαντος, τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Ἁγίου Βλασίου τοῦ ἐν Σκλαβαίνοις, τῶνἉγίωνΘεοδωρου, Λάμπρου και Ἀνωνύμου, τῶν ἐν Βραχωρίῳ, τοῦ Ὁσίου Βαρβάρου τοῦ Πενταπολίτου, καί τοῦ Ἁγίου Καλλινίκου, Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης και Ἀλμωπίας.
Ζητῶ ἀπό ὅλους ἐσᾶς νά προσεύχεσθε νά εἶμαι ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων πατέρας, ὁ ὁποῖος “τίθησι τήν ψυχήν του ὑπέρ τῶν προβάτων” , φίλος, ἀδελφός, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού θά θέτει τά ὅρια τῆς ἀληθείας. Νά μέ συνέχουν μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς μου οἱ λόγοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου στόν μαθητή του καί ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο: “Κι ὁ ἐπίσκοπος ὡς δοῦλος τοῦ Κυρίου δέν πρέπει νά φιλονικεῖ, ἀλλά νά εἶναι ἤπιος ἀπέναντι σέ ὅλους, πρόθυμος νά διδάξει, ἀνεκτικός. Πρέπει νά παιδαγωγεῖ μέ πραότητα τούς ἀντιθέτους, γιά νά τούς δώσει κάποτε ὁ Θεός μετάνοια νά καταλάβουν τήν ἀλήθεια καί νά συνέλθουν ξεφεύγοντας ἀπό τήν παγίδα τοῦ διαβόλου” . Καί ἄς εἶναι ἡ συνοδοιπορία μας, Ἐπισκόπου, κλήρου καί λαοῦ, στήν Ἐκκλησία κατά τόν λόγο τοῦΨαλμωδοῦ: “Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ τοῦ λαοῦ σου, ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῷ σωτηρίῳ σου τοῦ ἰδεῖν ἐν τῇ χρηστότητι τῶν ἐκλεκτῶν σου, τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν τῇ εὐφροσύνῃ τοῦ ἔθνους σου, τοῦ ἐπαινεῖσθαι μετὰ τῆς κληρονομίας σου”19. “Θυμήσου μας κι ἐμᾶς, Κύριε, μέσα στήν εὔνοια πού δείχνεις στόν λαό σου• ἔλα σέ βοήθειά μας μέ τήν σωτηριώδη δύναμή σου. Γιά ν’ ἀπολαύσουμε τήν εὐτυχία τῶν ἐκλεκτῶν σου, νά χαιρόμαστε μέ τή χαρά τοῦ ἔθνους σου, νά συμμεριζόμαστε τήν καύχηση ἐκείνων πού σοῦ ἀνήκουν”.