
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Δύο ἀπὸ τοὺς βασικοὺς πρωτεργάτες τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τιμοῦμε σήμερα. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ Παῦλο. Καὶ οἱ δύο πρωταγωνιστοῦν στὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ μὲν πρῶτος, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, εἶναι παρὼν σὲ πάμπολλες περιστάσεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ κήρυγμα, τὰ θαύματα, τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Βεβαίως, ἀποτελεῖ καὶ μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προσωπικότητες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Ὅσο γιὰ τὸν δεύτερο, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὀφείλουμε σ΄ αὐτὸν τὶς ὑπέροχες Ἐπιστολές του, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τα παλαιότερα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ὁ ἀναμφισβήτητος πρωταγωνιστὴς τῆς ἐξαπλώσεως τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὸν τότε γνωστὸ κόσμο, ὅπως διαπιστώνεται, ἐπίσης, στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.
Οἱ δύο αὐτοὶ μεγάλοι Ἀπόστολοι πρωταγωνιστοῦν καὶ στὰ σημερινὰ Ἀναγνώσματα· ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Εὐαγγελικὴ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἀποστολικὴ περικοπή. Ὑπέροχα καὶ τὰ δύο κείμενα!
Πρῶτα, στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὁ ἐνθουσιώδης, αὐθόρμητος, ἀλλὰ καὶ παρορμητικὸς Πέτρος – Σίμων μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμή – ἀκούει τὸν Διδάσκαλο νὰ ρωτάει του μαθητές Του: «Ἐσεῖς, ποιός νομίζετε πὼς εἶμαι;» (Μτθ. 16:15). Καὶ ἐκεῖνος, χωρὶς χρονοτριβή, διατυπώνει μία λιτή, ἀλλὰ πλήρης καὶ σαφῆ ὁμολογία πίστεως: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Μτθ. 16:16).
Τότε, ἀκούει τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ νέο του ὄνομα καὶ νὰ τοῦ ἀναθέτει τὴν σωτήρια ἀποστολή του, ἡ ὁποία ἄλλωστε ἀφορᾶ καὶ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους μαθητές: «Μακάριος εἶσαι, Σίμων, γιε τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί αὐτὸ δὲ σοῦ τὸ ἀποκάλυψε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ οὐράνιος Πατέρας μου. Κι ἐγὼ λέω σ’ ἐσένα πὼς ἐσὺ εἶσαι ὁ Πέτρος, καὶ πάνω σ’ αὐτὴ τὴν πέτρα θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου» (Μτθ.16:17-18).
Ἀντίστοιχα, στὴ σημερινὴ Ἀποστολικὴ περικοπή, ἀποκαλύπτεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἄλλου μεγάλο Ἁγίου τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἰδοὺ πῶς μιλᾶ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κόπιασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μου ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιαζα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος» (Β΄ Κορ. 11:23-27).
Δὲν περιορίζεται ὅμως στὶς ταλαιπωρίες του. Ἀναφέρει καὶ τῆς οὐράνιες ἐμπειρίες του: «Ξέρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, γράφει, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καὶ τὸν τρίτο οὐρανό –δὲν ξέρω ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει. Ξέρω ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος –ἢ ἦταν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα δὲν τὸ ξέρω, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει– μεταφέρθηκε ξαφνικὰ στὸν παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ ἄνθρωπος» (2-4).
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ γράφει, βεβαίως, γιὰ νὰ ἐπαινέσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ πείσει τοὺς Κορινθίους, μέσῳ τῆς δεύτερης Ἐπιστολῆς πρὸς αὐτούς, γιὰ τὸ κῦρος τῆς ἀποστολῆς του. Ποιός εἶναι ὅμως ὁ λόγος ποὺ ὤθησε τὴν Ἐκκλησία νὰ τοὺς τιμᾶ κάθε χρόνο τὴν ἴδια μέρα; Καί, κυρίως, τί ἔχει νὰ προσφέρει σ΄ ἐμᾶς o σημερινὸς κοινὸς ἑορτασμός τους;
Πρῶτα ἀπὸ ὅλα, στὰ πρόσωπά τους ἀποκαλύπτεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐκπροσωπεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκπροσωπεῖ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὰ ἔθνη. Ἡ συνύπαρξη αὐτῶν τῶν δύο ὁμάδων ὑπῆρξε στὴν ἀρχὴ συγκρουσιακή. Γρήγορα ὅμως, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ θερμὴ προσευχὴ ποὺ χαρακτήριζαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα ἔγινε ἡ αἰτία ὥστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργήσει καὶ νὰ γεφυρώσει τά διεστῶτα. Ἀγάπη καὶ προσευχή! Αὐτὰ εἶναι τὰ διαχρονικὰ ἐφόδια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τῆς ἐπιτρέπουν νὰ πορεύεται μέσα στὴν ἱστορία ἑνωμένη.
Ἕνας δεύτερος συνδετικὸς κρίκος μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων Ἀποστόλων εἶναι ἡ συνέπεια πίστεως καὶ ζωῆς. Καὶ οἱ δύο ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα, ἐπωμιζόμενοι ἀπίστευτες ταλαιπωρίες, προκειμένου νὰ ἐκπληρώσουν τὴν μεγάλη τους ἀποστολή. Ταλαιπωρήθηκαν, χλευάστηκαν, φυλακίστηκαν καὶ ἔφτασαν στὸ μαρτύριο, τὸ ὁποῖο ὑπέμειναν, κατὰ μία παράδοση, στὴν ἴδια πόλη, τὴν Ρώμη. Ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου ἀποκαλύφθηκε μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν ζωή τους. Κυρίως, ὅμως, ἀποκαλύφθηκε μὲ τὸ δικό τους μαρτύριο, ὡς ὑπέρτατη ἀπόδειξη τῆς ἀφοσιώσεώς τους πρὸς τὸν ἀγαπημένο τους Ἐσταυρωμένο.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας ἀκόμη κρίκος, ἴσως ὁ σημαντικότερος, ὁ ὁποῖος συνδέει τοὺς δύο μεγάλους αὐτοὺς Ἁγίους καὶ Ἀποστόλους: ὁ κρίκος τῆς μετανοίας. Τόσο ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅσο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξαν ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο. Ὁ πρῶτος, τὴν κρίσιμη στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Διδάσκαλός του συρόταν στὸ δικαστήριο τῆς ἐξοντώσεώς του, Τὸν ἀπαρνήθηκε τρεῖς φορές, παρὰ τὴν διαβεβαίωσή του, μόλις λίγες ὧρες πρίν, πὼς εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γι΄ Αὐτόν. Ὁ δεύτερος, καταδίωξε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὅσο κανείς. Στὰ χέρια του εἶχε ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὰ ὅπλα, ὥστε νὰ ἐξαφανίσει τὴν πρώτη χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ νὰ δυσκολέψει ἀφάνταστα τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα.
Ὁ Πέτρος, συντετριμμένος, εἶδε τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ νὰ τοῦ ἁπλώνει τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν συγχωρεῖ· ὁ δεύτερος ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσει ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι στὸ δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκὸ τὸ ὑπερκόσμιο: «Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις;» (Πρ. 9:4). Αὐτοὺς τοὺς δύο ἀνθρώπους ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σκορπίσει στὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιό Του.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία στὴν ὁποία ἀνήκουμε ὅλοι, πορεύεται μέσα στὸν κόσμο, στηριγμένη σὲ ἀνθρώπους μὲ ἀδυναμίες, ἐλαττώματα καὶ συχνὲς πτώσεις. Ἡ Χάρις ὅμως τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔχει τὴν δύναμη νὰ μεταμορφώνει ἐμᾶς, τοὺς ἀδύναμους ἀνθρώπους, σὲ κήρυκες ἑνὸς νέου κόσμου, κόσμου χαρᾶς, ἀγάπης καὶ ἀθανασίας. Μοναδικὲς προϋποθέσεις γι΄ αὐτὴ τὴν μεταμόρφωση εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διαρκὴς μετάνοια. Σήμερα, θυμόμαστε πὼς ἕνας ἁπλὸς ψαρᾶς καὶ ἕνας φανατικὸς διώκτης ἀποτέλεσαν τὰ θεμέλια τῆς οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὶς δικές τους δυνάμεις, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη καὶ τὴν δύναμη τοῦ Κυρίου μας, τὸν Ὁποῖον ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ καὶ θυσίασαν γι΄ Αὐτὸν τὰ πάντα.
Τὸ παράδειγμα, ἡ χάρη καὶ ὁ λόγος τοὺς ἂς ἀποτελοῦν γιὰ μᾶς τὴν πυξίδα στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει πῶς νὰ ἀναπληρώνει τὰ ἐλλείποντα καὶ νὰ μεταμορφώνει ἀδύναμους ἀνθρώπους, ὅπως ἐμεῖς, σὲ σκεύη ἁγιότητος. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ