
«Τί ραθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου;» (Οἶκος Μ. Τρίτης)
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Τρεῖς διηγήσεις μᾶς θυμίζει ὁ Ὄρθρος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τρίτης. Πρῶτον, γίνεται πάλι ἀναφορά στό θαῦμα τῆς ξυρανθείσης συκῆς (Ματθ. 21,18-22), ὡς σύμβολο τῆς τυπολατρείας τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι μέν κήρυτταν καί ἑρμήνευαν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ, ἀλλά οἱ πράξεις τους δε καί ἡ γενικότερη στάση τους ἀπένατι στόν λαό, ἰδιαιτέρως ἀπέναντι στόν Χριστό, ἦταν ὡς ἄκαρπα δένδρα, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε «πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι» (Ματθ. 23, 3).
Δεύτερον, γίνεται λόγος γιά τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων (Ματθ. 25, 1-13), ὅπου περισσότερο τονίζεται ἡ μωρία, ἡ ἀφροσύνη πού ἔδειξαν οἱ πέντε παρθένες, οἱ ὁποῖες δέν φρόντισαν νά ἀνάψουν ἐγκαίρως τίς λαμπάδες τους καί βρέθηκαν ἔξω τοῦ νυμφῶνος, ἔξω ἀπό τούς γάμους καί τήν χαρά. Καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, βρέθηκαν βυθισμένες στόν ὕπνο, μένοντας γιά πάντα ἔξω τοῦ νυμφῶνος. «Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (Ματθ. 25, 12).
Τό τρίτο πού μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ἡ παραβολή τῶν ταλάντων (Ματθ. 25, 14-30), ἰδιαιτέρως «τοῦ κρύψαντος τό τάλαντον δοῦλου». Ὁ τεμπέλης ἐκεῖνος δοῦλος, ὅπως καί οἱ δυό προηγούμενοι, πῆρε καί αὐτός ἀπό τόν κύριό του τό τάλαντο, νά τό καλλιεργήσει καί νά τό αὐξήσει. Σέ ἀντίθεση, ὅμως μέ τούς συνδούλους του, βαρέθηκε νά τό ἀξιοποιήσει, νά τό ἐκμεταλλευτεῖ ὠφέλιμα καί νά τό πολλαπλασιάσει, θάβοντάς το καί ἀφήνοντάς το ἀνενεργό. Σάν τιμωρία ἀκουσε τόν φοβερό λόγο τοῦ κυρίου του: «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. 25, 26-30).
Ὅλα αὐτά τά γεγονότα τά ἀκοῦμε στούς ὕμνους τῆς Μεγάλης Τρίτης. Στό Κοντάκιο τοῦ Ὄρθρου παρουσιάζονται μπροστά μας μέ πολύ ὄμορφο τρόπο: «Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, (παραβολή τῶν δέκα παρθένων) καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, (θαῦμα τῆς ξηρανθείσης συκῆς), τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, (παραβολή τῶν ταλάντων), γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Αὐτά τά τρία πράγματα, μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό μία ἁμαρτία, ἡ ὁποῖα μπορεῖ νά γίνει αἰτία, ἄν δέν προσέξουμε, νά χάσουμε τήν ψυχή μας. Τήν ἁμαρτία τῆς ραθυμίας!
Ραθυμία, σημαίνει τεμπελιά, πνευματική ὀκνηρία. Ραθυμία εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς, ὁ πνευματικός ὕπνος, ὅπου ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν κατάσταση, δέν δείχνει κανένα ἐνδιαφέρον γιά τήν ψυχή του (ὅπως στήν παραβολή τῶν ταλάντων) καί κατ’ ἐπέκτασιν, κανένα ἐνδιαφέρον οὔτε γιά τόν συνάνθρωπο (ὅπως στήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων).
Τί ἔλειπε ἀπό τίς μωρές παρθένες; Λίγο λάδι. Λάδι εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ἔλαιον γιά τό ἐλεος. Ἐκεῖνος μᾶς χάρισε πλούσιο τό ἔλεος Του. Ἐμεῖς ἄς προσφέρουμε πλούσια τήν ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπο. Χωρίς ἔλεος δέν θά βροῦμε ἔλεος. «Ἡ γάρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. 2, 13). Γι’ αὐτήν τήν ραθυμία ἀκοῦμε σήμερα νά γίνεται λόγος. «Τὶ ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου;… Ῥαθυμίαν, ἄπωθεν ἡμῶν, βαλλώμεθα… Ὁ τῇ ψυχῆς ῥαθυμίᾳ νυστάξας, οὐ κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ, καιομένην λαμπάδα τὴν ἐξ ἀρετῶν».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει: «Γνώριζε, ὅτι γιά τούς ράθυμους καί ἀμελεῖς, ὄχι μόνο δέν δίνει στεφάνια ὁ Θεός, ἀλλά παίρνει ἀπ’ αὐτούς λίγο-λίγο τίς χάρες καί τά τάλαντα πού τούς εἶχε δωρίσει, ἀφήνοντας τους νά στερηθοῦν καί τῆς Βασιλείας Του γιά τήν ἀμέλειά τους».
Καί ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, θά συμπληρώσει: «Ἀδελφοί, νά μήν νυστάξουμε ἀπό τήν ραθυμία τῆς ψυχῆς, ρεμβάζοντας τόν καιρό τῆς δουλειᾶς μέ τίς ἀπάτες τῆς ζωῆς αὐτῆς καί ὁμοιωθοῦμε μέ τίς μωρές παρθένες, ἀλλά νά πολλαπλασιάσουμε ἀνάλογα μέ ἔργα ἀγαθά, τό τάλαντο τῆς χάριτος». Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ