«Δεινόν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια»
Ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τετάρτης πού ψάλλουμε σήμερα εἶναι ἀφιερωμένος σέ δύο γεγονότα. Στήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος κάνει συμφωνία μέ τούς Ἀρχιερεῖς νἀ παραδώσει τόν Ἰησοῦ γιά τριάντα ἀργύρια – ὅσο ἦταν τότε ἡ τιμή γιά ἕνα δοῦλο! Καί τήν ἡμέρα αὐτή οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅρισαν, νά θυμόμαστε καί τήν ἁμαρτωλή γυναῖκα, πού ἄλειψε μέ μύρο τόν Κύριο, στό σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, στήν Βηθανία. Ὁ Χριστός τήν δέχθηκε κοντά Του καί τῆς συγχώρεσε ὅλες τίς ἁμαρτίες. Ἐκείνη ἔφερε αὐτό τό πανάκριβο μύρο καί ἔκανε αὐτή τήν πράξη, γιά νά δείξει τήν ἀγάπη, τήν εὐγνωμοσύνη, τήν ἀφοσίωσή της στόν Χριστό.
Γιά τήν συγκλονιστική μετάνοια αὐτῆς τῆς ἄγνωστης – ἀνώνυμης ἁμαρτωλῆς γυναίκας, κάνει λόγο τό περίφημο τροπάριο τῆς μοναχῆς καί Ἁγίας ὑμνογράφου Κασσιανῆς, πού ψάλλεται σήμερα καί μᾶς διδάσκει, ὅτι τό ἴδιο δέχεται καί συγχωρεῖ ὁ Χριστός κάθε ἄνθρωπο, πού νιώθει τήν ἁμαρτωλότητά του καί πηγαίνει κοντά Του μέ ἀληθινή μετάνοια.
Ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι ἡ τελευταία προπαρασκευαστική τοῦ σωτηρίου Πάθους καί ὅπως καί χθές μέ τήν παραβολή τῶν Δέκα παρθένων, ἔτσι καί σήμερα οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πρός ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς προετοιμασίας μας, ἐνέταξαν τήν μνήμη τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριο μύρῳ Πόρνης γυναικός, «διά τόν ἐν μετανοίᾳ καί ἐπιστροφῇ ἑορτασμόν ὑπό τῶν πιστῶν τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου», ἀλλά καί γιά νά παραδειγματιστοῦμε πόση δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια.
Ἡ ἁμαρτωλή αὐτή γυναῖκα, μέ τήν θερμή μετάνοιά της καί τήν ταπείνωσή της, κατόρθωσε ὄχι μόνο νά λάβει τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν της, ἀλλά ἔλαβε καί τόν μακαρισμό τοῦ Κυρίου μας: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐάν κηρυχθῇ τό εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καί ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (Ματθ. 26,13).
Ἡ ἄπειρος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, γιά νά μετέχει στήν θεία Ζωή, νά ζεῖ ἐν τῷ Θεῷ μέ τούς ἀδελφούς του ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἀποτελεῖ ἁμαρτία, ἡ ὁποία χωρίζει καί ἀποκόπτει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό καί ἀπομονωμένη, τήν ὁδηγεῖ στόν θάνατον. «Τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Διότι ἁμαρτία, εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Θείου θελήματος, πού ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀπώλεια τῆς ζωοποιοῦ χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί, κατά συνέπεια, τόν θάνατο τῆς ψυχῆς.
Θύρα θείου ἐλέους καλεῖται ἡ μετάνοια! Ἀλλά τί εἶναι μετάνοια; Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς λέγουν, ὅτι μετάνοια εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ νοός. «Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μέ τόν Κύριο, μέ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα μέ τά παραπτώματά μας. Σημαίνει καθαρισμός τῆς συνειδήσεώς μας», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Ἡ μετάνοια εἶναι μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χάρη καί μέγιστο δῶρο τοῦ οὐρανίου Πατρός πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Μέ τήν μετάνοια ἀναγεννᾶται κάθε ψυχή, ἡ ὁποία νεκρώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, ἡ ἀναγνώριση τῶν ἁμαρτημάτων μας, ἡ αὐτοκαταδίκη μας καί ἡ σταθερή ἀπόφαση νά μήν ἐπαναληφθεῖ ἡ ἁμαρτία.
Ποιός ἀπό μᾶς, μπορεῖ νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖ, ὅτι τάχα εἶναι καλύτερος ἀπό αὐτήν τήν ἁμαρτωλή πόρνη γυναίκα, ἄσχετα ἐάν δέν ἔχει διαπράξει κανείς τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες πού διέπραξε αὐτή ἡ γυναίκα; Διότι ὅλη ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κανείς ἁμαρτάνει, ἀφήνει τόν ἀληθινό Θεό, μολύνει τήν ἀγάπη πού ὀφείλει πρός τόν Θεό καί ἀγαπάει τήν ἁμαρτία, ἀγαπάει τόν διάβολο πού ἐμπνέει τήν ἁμαρτία.
Ὅλη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει σέ ἔργα μετανοίας καί σήμερα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, θέλει νά μᾶς κατανύξει, νά μᾶς δώσει θάρρος καί ἐλπίδα, ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἐάν τό θέλουμε, δέν εἶναι πλέον ἐμπόδιο ἀπέναντι σέ μᾶς καί τόν Θεό, ἀλλά ὁ Κύριος δέχεται καί θεραπεύει, τόν κάθε εἰλικρινῶς μετανοημένο ἄνθρωπο.
«Ψυχαῖς καθαραῖς, καί ἀῤῥυπώτοις χείλεσι», λοιπόν, ἀπέναντι στόν Κύριο. Καί ἡ σημερινή γυναῖκα ἄς εἶναι ζωντανό παράδειγμα ὄχι μόνο συναισθήσεως τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μετανοίας καί συγχωρήσεως.
Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, πώς ὁ Κύριος εἶναι εὔσπλαχνος καὶ ἀγαθός. Κι ἂν ἀκόμα ἐμεῖς παρασυρθήκαμε καὶ ἁμαρτήσαμε ἀπὸ ἀπερισκεψία, ἂς φροντίσουμε νὰ θεραπευθοῦμε μὲ τὴν μετάνοια. Ἂν πάλι, ὡς ἄνθρωποι παρασυρθήκαμε ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε ἐντελῶς, ἀλλὰ γνωρίζοντας ποιὸς Θεός μᾶς ἔχει προσκαλέσει καὶ ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσης μας, ἂς ἀκούσουμε Ἐκεῖνον ποὺ λέει: «Μετανοεῖται, γιατί ἔφθασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ´ 17).
«Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες.
Ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι
στὴν ἀσωτία σου; Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ἦρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέσει» (Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ – Εἰς τὴν Πόρνην).