«Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Οἱ τρεῖς πρῶτες Ἀκολουθίες πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὀνομάζονται «Ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου», γι’ αὐτό καί ψάλλουμε σέ αὐτές τά πολύ γνωστά σέ ὅλους τροπάρια, «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» καί «Τόν νυμφῶνα Σου βλέπω Σωτήρ Μου κεκοσμημένον…».
Ἔρχεται ὁ Νυμφίος! Ἔρχεται γιά νά μπεῖ στό νυμφῶνα Του, νά βρεῖ τήν Νύμφη Του καί να γίνουν οἱ γάμοι.
Νυμφίος εἶναι ὁ Χριστός μας! Ὁ ὡραιότερος Νυμφίος! «Ὡραῖος κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,2). Νυμφῶνας εἶναι ἡ Βασιλεία Του καί Νύμφη, ἡ Ἐκκλησία Του. Κάθε χριστιανική ψυχή, πού ἀγωνίσθηκε τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως μέ φιλότιμο, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὅμως, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε τοῦ Παραδείσου καί δέν μποροῦσε νά μετέχει τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νά μᾶς δώσει πάλι αὐτήν τήν δυνατότητα καί αὐτό δέν ἔγινε ἀνώδυνα. Μπροστά μας αὐτές τίς ἡμέρες, βλέπουμε τό πληγωμένο καί βασανισμένο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νυμφίου. Γι’ αὐτό καί ἡ εἰκόνα τοῦ Νυμφίου εἶναι ἡ μορφή τοῦ πάσχοντος Χριστοῦ.
«Οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ, οὐδέ δόξα. καί εἴδομεν αὐτόν, καί οὐκ εἶχεν εἶδος, οὐδέ κάλλος. ἀλλά τό εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, καί ἐκλεῖπον παρά πάντας τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων. Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται», προφήτευσε 800 χρόνια π. Χ. ὁ Προφήτης Ἡσαΐας γιά τόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας.
Σήμερα, πού ψάλλεται ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τρίτης, ἡ Ἐκκλησία κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν παραβολή τῶν Δέκα παρθένων.
Τήν παραβολή αὐτήν, ὁ Χριστός τήν εἶπε πρίν ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο. Εἶναι ἡ τελευταία Του διδασκαλία πρίν ἀπό τό ἐκούσιο Πάθος καί περιέχεται στό 25ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου καί εἶναι καθαρά ἐσχατολογική. Ἀναφέρεται στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί στήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἀρχή ἔχουμε τίς δύο παραβολές, τῶν Δέκα παρθένων καί τῶν Ταλάντων καί ἀκολουθεῖ πάλι ἡ γνωστή περικοπή τῆς Μελλούσης Κρίσεως, πού θυμηθήκαμε τήν τρίτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου.
Οἱ ὕμνοι καί τά ἁγιογραφικά κείμενα κάνουν λόγο καί γιά τά τρία αὐτά θέματα, περισσότερο ὅμως γιά τήν παραβολή τῶν Δέκα παρθένων.
Εἶναι γνωστή ἡ παραβολή. Δέκα παρθένες περιμένουν «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» τόν Νυμφίο τους. Πέντε ἐξ αὐτῶν ἦταν φρόνιμες, γιατί προνόησαν καί εἶχαν ἔλαιον – λάδι στά λυχνάρια τους, ὥστε νά διακρίνονται ὡς νύμφες καί πέντε ἀνόητες πού δέν ἔδειξαν τό ἴδιο ἐνδιαφέρον ὅπως οἱ προηγούμενες, πῆγαν ἐντελῶς ἀνέτοιμες – πρᾶγμα προσβλητικό – χωρίς ἴχνος ἐλαίου στά λυχνάρια τους, μέ ἀποτέλεσμα τήν τελευταία στιγμή, πού πῆγαν νά ἀγοράσουν ἀπό τούς πωλοῦντας, νά ἔχει ἔρθει ὁ Νυμφίος, οἱ βασιλικοί γάμοι νά τελοῦνται μέ τίς φρόνιμες, καί γι’ αὐτές, τίς ἄμυαλες, ἡ θύρα νά εἶναι κλεισμένη καί νά ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς».
Αὐστηρή ἡ ἀπόκριση τοῦ Κυρίου. Μήν σκανδαλιζόμαστε ὅμως, διότι μήν ξεχνοῦμε, ὅτι χθές στήν μνεία τῆς ξυρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν, πρώτη φορά ὁ Κύριος ἔδειξε τήν τιμωρητική Του δύναμη. Καί πάνω σέ αὐτό λέει ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, πώς ὁ Χριστός οὐδέποτε χρησιμοποίησε τήν παντοδυναμία Του γιά τιμωρία. Οὔτε ἕνα θαῦμα δέν ὑπάρχει πού ἀπέβλεπε στήν τιμωρία καί ὄχι στήν θεραπεία κάποιου. Οὔτε καί στούς ἐχθρούς Του ἔδειξε τήν τιμωρητική Του δύναμη. Σ’ αὐτήν τήν ζωή ἔδειξε ὑπερβαλλόντως τό ἔλεός Του, τήν ἀγάπη Του, τήν φιλανθρωπία Του, καί ἄφησε τήν δικαιοσύνη Του γιά τήν ἄλλη ζωή. Μόνο στήν ξυρανθεῖσα συκῆ, πού ἡ κατάρα της εἶχε συμβολικό νόημα καί ἀναφερόταν στήν ἄκαρπη συναγωγή τῶν Ἰουδαίων, ἔδειξε ὁ Κύριος τήν τιμωρητική Του δύναμη. Μέ ἕνα λόγο Του, ξήρανε τήν συκιά ὅχι γιατί ἁμάρτησε, ἀλλά γιά νά μάθουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστός ἔχει τήν δύναμη καί νά τιμωρεῖ καί ὅτι μέ τήν θέλησή Του δέχεται τά Παθήματα.
Ἄκαρπη, λοιπόν, ἡ Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων. Ἄκαρπες καί οἱ ἄμυαλες παρθένες. Μπορεῖ νά εἶχαν καλλιεργήσει πολλά ἀπό τά τάλαντα, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τούς εἶχε χαρίσει ὁ Θεός, ὅπως αὐτό τῆς παρθενίας, τούς ἔλειπε ὅμως τό βασικότερο. Αὐτό τοῦ ἐλέους, τῆς ἀγάπης. Δέν εἶχαν ἔλαιον στά ἀγγεῖα τους. Δέν εἶχαν καρπούς ἐλέους στήν ζωή τους. Καί χωρίς νά δείξουμε ἔλεος, πῶς θά βροῦμε ἔλεος ἀπό τόν Κύριο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως; Ἀπό αὐτήν τήν ζωή, πρέπει νά ἀγοράζουμε «ἔλαιον» ἀπό τούς πωλοῦντας καί νά «θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐν οὐρανῷ», μέ ἔργα ἀγάπης.
«Καί ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποίοι πωλοῦν;» ρωτάει ὁ Χρυσόστομος. «Οἱ φτωχοί. Καί ποῦ βρίσκονται αὐτοί; Ἐδῶ. Ἔπρεπε, λοιπόν, νά ζητήσουν τό λάδι αὐτό τότε, κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους, ὄχι τήν ὥρα ἐκείνη.
Βλέπεις πόσο μεγάλη πρέπει νά εἶναι η φροντίδα μας γιά τούς φτωχούς; Καί ἄν καταργήσεις αὐτούς καί καθόλου δέν τούς δίνεις σημασία γιά νά τούς βοηθήσεις ὅσο ζεῖς, κατάργησες τήν μεγαλύτερη ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποθηκεύουμε «λάδι» δηλαδή ἔργων φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης, γιά νά μᾶς φανεῖ χρήσιμο ὅταν μᾶς καλέσει ἡ ὥρα. Διότι ὁ καιρός τῆς συλλογής δέν εἶναι ἐκεῖνος, ἀλλά αὐτός ἐδῶ. Μήν καταναλώνεις, λοιπόν, ἄδικα αὐτά πού ἔχεις ἐδῶ σέ ἀπολαύσεις καί ματαιοδοξίες· διότι τότε θά ἔχεις μεγάλη ἀνάγκη ἀπό αὐτό τό «λάδι».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νά ἐλεοῦμε «ἐν ἱλαρότητι» (Ρωμ, 18,8), μέ χαρά δηλαδή καί καλοσύνη, γιατί ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος μοιάζει μέ τόν ἐλεήμονα καί οἰκτίρμονα Θεό. Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο «αἱ προσευχαί ὑμῶν καί αἱ ἐλεημοσύναι ὑμῶν ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ, 10,4).
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά γίνουμε ἄνθρωποι τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἀγάπης, τοῦ ἐλέους, ὥστε «Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».