
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Γνωρίζουμε πὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, σύμφωνα μὲ τὴν δική του μαρτυρία, ἀξιώθηκε οὐρανίων ἐμπειριῶν καὶ ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ (Β΄ Κορ. 12:2). Δὲν ὑπῆρξε ὅμως πότε αἰθεροβάμων, δηλαδὴ κάποιος, ὁ ὁποῖος, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, «πετοῦσε στὰ σύννεφα». Ἡ ὑψηλή του θεολογία καὶ ἡ πνευματική του ἐμπειρία συνδυάζονταν πάντοτε μὲ τὸ πρακτικό του πνεῦμα. Γνώριζε τὴν καθημερινότητα τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τοὺς κινδύνους της, γι΄ αὐτὸ καὶ οἱ συμβουλὲς στὶς Ἐπιστολές του εἶναι ἁπλές, ξεκάθαρες καὶ πρακτικές. Εὔκολα μποροῦμε νὰ τὸ παρατηρήσουμε αὐτὸ καὶ στὴν σημερινὴ περικοπή, στὴν ὁποία ἐπισημαίνει στὸν ἀγαπημένο τοῦ μαθητή καὶ συνεχιστή τοῦ ἔργου του στὴν Κρήτη Τίτο, τρεῖς κινδύνους, τρεῖς πειρασμοὺς ποὺ καιροφυλακτοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία σὲ κάθε ἐποχή.
Κατ’ ἀρχάς, τοῦ λέει: «Αὐτὰ τὰ λόγια τῆς διδασκαλίας ποὺ σοῦ παρέδωσα εἶναι ἀληθινὰ καὶ θέλω νὰ τὰ βεβαιώνεις μὲ τὴν προσωπική σου μαρτυρία, ὥστε ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα» (3:8).
Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος στίχος τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Πρὶν ἀπὸ αὐτόν, ἔχει προηγηθεῖ μιὰ συνοπτικὴ ἀλλὰ ὑπέροχη διδασκαλία ποὺ μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε καὶ ἔπαθε γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Δὲν τὸν καλεῖ λοιπὸν νὰ γίνει ἁπλῶς ἕνας ἱεροκήρυκας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀλλά, μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἀγάπη του, νὰ προσφέρει στὸν κόσμο ζωντανὴ μαρτυρία τῆς θείας ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας ποὺ διαρκῶς δεχόμαστε ὅλοι.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, λοιπόν, εἶναι λιτὴ καὶ σαφής: ἡ πίστη μας ὁλοκληρώνεται μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἀτομικὴ ὑπόθεση, ἡ ὁποία ἀφορᾶ μόνο τὴν κάθετη σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἀφορᾶ καὶ τὴν ὁριζόντια ζωὴ κοινωνίας μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Μιὰ πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι στεῖρα καὶ ἄκαρπη. Τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ἀποδεικνύουν ὅτι εἴμαστε ταυτισμένοι μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ γίνουμε δικοί Του συνεργάτες στὴν παρηγοριά, τὴν ὑποστήριξη καὶ τὴν σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας.
Ὁ δεύτερος κίνδυνος, ὁ δεύτερος πειρασμὸς ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τίτο εἶναι ὅλες αὐτὲς οἱ μάταιες συζητήσεις καὶ οἱ διαφωνίες στὶς ὁποῖες δαπανόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ ἐντελῶς δευτερεύοντα θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Τί τοῦ λέει; «Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, νὰ ἀποφεύγεις τὶς ἀνόητες ἀναζητήσεις σὲ γενεαλογικοὺς καταλόγους, τὶς φιλονικίες καὶ τὶς διαμάχες γύρω ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνώφελα καὶ μάταια» (3:9).
Ὅπως βλέπετε ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὰ πρῶτα κιόλας χρόνια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ματαιολογία, ὅλες δηλαδὴ αὐτὲς οἱ ἀνούσιες συζητήσεις ποὺ συχνὰ ὁδηγοῦν σὲ παρεξηγήσεις, σὲ ψύχρανση σχέσεων μεταξὺ ἀδελφῶν, ἀκόμη καὶ σὲ συγκρούσεις, δὲν ἔλειψαν ἀπὸ τὴν καθημερινότητα. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἡ πίστη, ἀντὶ νὰ ἀποτελεῖ ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, ἀντὶ νὰ καλλιεργεῖται μέσῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, ἀντὶ νὰ συμπληρώνεται καὶ νὰ ἐκφράζεται μὲ ἔργα ἀγάπης, περιορίζεται σὲ συζητήσεις γιὰ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τυπικῶν διατάξεων, γιὰ τὴ διατήρηση, δῆθεν, παραδόσεων ποὺ πολλὲς φορὲς ἐλέγχονται ὡς πρὸς τὴν αὐθεντικότητά τους, γιὰ τὴν συμπεριφορὰ ἀδελφῶν μας, πού, δῆθεν, δὲν εἶναι παραδοσιακοὶ καί, δῆθεν, νοθεύουν τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀργολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὅταν προσευχόμαστε τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, ἀκολουθῶντας τὸν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Σύρο: «Κύριε καὶ δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας περιεργείας φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῶς».
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας τρίτος κίνδυνος καὶ μάλιστα διπλός. Αὐτὸς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς αἱρέσεις ποὺ ἀποτελοῦν νόθευση καὶ παραχάραξη τῆς ἀληθινῆς πίστης ἀλλὰ καὶ τῆς ὀρθῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιφρονοῦν τὴ συνοδικὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀναγορεύουν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ αὐθεντίες ὑπεράνω πάσης κριτικῆς καί, ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα, ἐξυπηρετοῦν τὸ ἔργο τοῦ πονηροῦ, ἐνσπείροντας τὰ ζιζάνια τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς διχόνοιας. Ποιά στάση πρέπει νὰ κρατοῦμε ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους;
Ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανερὲς διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴν βεβαιότητα πὼς αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του» (3: 10-11).
Δὲν εἶναι λοιπὸν μόνο ὁ κίνδυνος νὰ νοθευτεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἡ ὀρθὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας μας. Εἶναι καὶ ὁ κίνδυνος νὰ ἀποπροσανατολιστεῖ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀτέρμονες καὶ ἀνώφελες θεολογικὲς συζητήσεις, οἱ ὁποῖες δὲν ὁδηγοῦν πουθενά. Καὶ αὐτό, διότι ἡ ρίζα τῆς αἱρέσεως δὲν βρίσκεται στὸν νοῦ ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ αἱρετικοῦ, ἡ ὁποία ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει νὰ διακόπτουμε σύντομα τέτοιες συζητήσεις καὶ νὰ στρεφόμαστε ξανὰ πρὸς τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ δίψα γιὰ τὸν Χριστό, ἡ ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου Του καὶ ἡ μυστηριακὴ ζωή, ἡ ὁποία χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς ὁραματίζεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν Ἐκκλησία, σύμφωνα καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει σήμερα στὸν ἀπόστολο Τίτο; Τὴν ὁραματίζεται ὡς μιὰ ἀγαπημένη οἰκογένεια, προσηλωμένη στὴν πίστη καὶ ἀφοσιωμένη στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Μιὰ τέτοια Ἐκκλησία, λυχνάρι φωτὸς καὶ ἀλήθειας γιὰ τὸν κόσμο, πρέπει νὰ ὁραματιστοῦμε καὶ ἐμεῖς. Αὐτὸ ἄλλωστε μᾶς ζητᾶ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσμο ποὺ πρέπει νὰ λάμψει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ δοξολογήσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα σας βλέποντας τὰ καλά σας ἔργα» (Μτθ. 5: 14,16).
Ἀδελφοί μου,
Ὅσο διψᾶμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅσο μιμούμαστε τὴν ἀγάπη Του καὶ ὅσο ἑνωνόμαστε μαζὶ Τοῦ μέσῳ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ζωή μας, ὁλοένα καὶ περισσότερο, θὰ μεταβάλλεται σὲ φάρο καὶ πυξίδα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησαν οἱ Ἅγιοι. Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησαν καὶ οἱ Πατέρες τῆς Τέταρτης (Δ) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στοὺς ὁποίους εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινὴ Κυριακή. Τὰ δόγματά τους δὲν ἀποτελοῦν θεωρητικὲς διδασκαλίες ἄλλα καταγράφουν τὴν ἐμπειρία τους καὶ τὴν ἁγιότητα τους. Ἡ ἀφοσίωσή τους στὸν Χριστό, τοὺς μετέβαλε σὲ φωτοδότες θείου καὶ ἀκτίστου Φωτός. Ἂς ἀτενίσουμε αὐτὸ τὸ Φῶς, ἂς ἀγαπήσουμε αὐτὸ τὸ Φῶς, ἂς ἑνωθοῦμε μὲ αὐτὸ τὸ Φῶς καὶ ἂς γίνουμε γιὰ τὸν κόσμο, αὐτὸ ποὺ ὁραματίστηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν Ἐκκλησία: Ζωντανὴ μαρτυρία ἐλπίδας, ἀλήθειας καὶ ζωῆς πρὸς ὅλη τὴν Οἰκουμένη. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ