
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Δύο ἑβδομάδες ἔχουν περάσει ἀπό τήν ὁλόφωτη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως, τὸ κεντρικὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς πίστεώς μας δὲν ἀφορᾶ μόνον μιὰ ἡμέρα. Εὐχὴ καὶ ἐλπίδα της εἶναι, ἡ Ἀναστάσιμη ἐλπίδα νὰ λαμπρύνει ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ χρόνου καὶ νὰ τροφοδοτεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ καθενὸς σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς μας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περιλαμβάνει τὸ ἀπόσπασμα τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο διαβάστηκε λίγο πρὶν τὸ πρῶτο «Χριστὸς Ἀνέστη». Προηγοῦνται ὅμως τέσσερεις στίχοι, ποὺ περιγράφουν μὲ τρόπο λιτὸ τὶς τραγικὲς στιγμὲς τῆς ἀποκαθηλώσεως τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ξεκινᾷ μὲ ἕναν διαπιστωμένο καὶ ἀναμφισβήτητο θάνατο. Ὁ Ρωμαῖος Ἑκατόνταρχος ἔχει διαβεβαιώσει τόν Πιλάτο πὼς ὁ Χριστὸς ἔχει πεθάνει. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, μὲ τρεμάμενα χέρια ἀπὸ τὴν ὀδύνη, ἔχει ἀγκαλιάσει τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Διδασκάλου του. Ὅσοι τὸν συνοδεύουν πρὸς τὸ μνημεῖο δὲν ἔχουν καμία ἀπολύτως ἀμφιβολία πὼς ὁ ἀγαπημένος τοὺς Ἰησοῦς κείτεται ἄπνους, χωρὶς ζωή, πίσω ἀπὸ τὸν τεράστιο λίθο ποὺ τὸν χωρίζει πλέον ἀπὸ τοὺς ζωντανούς.
Ὄντως, γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Τὸ ἑπόμενο, ὅμως, ξημέρωμα, οἱ Μυροφόρες διαπιστώνουν πώς, ἐκείνη ἡ ταφὴ ἀποτέλεσε τὸν «πρόλογο» μιᾶς νέας ζωῆς. Ὅλα ἐμφανίζονται ἐνώπιόν τους ἀνεξήγητα, φοβερὰ καὶ ἐκθαμβωτικά. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀτελὴς ἀνθρώπινη διάνοιά τους ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὸ μέγιστο τῶν θαυμάτων, λευκοφορεμένος Άγγελος Κυρίου ἀναλαμβάνει νὰ ἐξηγήσει τὰ ἀνεξήγητα καὶ νὰ μεταβάλλει τὰ φοβερὰ σὲ πηγὴ μιᾶς ὑπερκόσμιας ἐλπίδος.
Ὅποιος κατανοήσει σὲ βάθος τὸ μεγαλεῖο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἔχει προσεγγίσει τὴν οὐσία καὶ τὸν πυρῆνα τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι,τό Ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Κυρίου μας καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀπολύτως ταυτισμένα. Ἡ πίστη μας ἀποτελεῖ τὸν ζωοποιὸ σύνδεσμο μὲ τὸ Ἀναστημένο Σῶμα τῆς Ζωῆς, κάνοντας καὶ ἐμᾶς μετόχους τοῦ θριάμβου τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ πολῖτες τῆς αἰώνιας Βασιλείας Του. Ὅποιος ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, γίνεται μέλος τοῦ Σώματος Ἐκείνου ποὺ βρίσκεται διαρκῶς ἀνάμεσα μας, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς διαβεβαίωσε. Ὅποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του στὴν πίστη πρὸς τὸν Ἀναστημένο Ἰησοῦ, θὰ πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν δική Του ἀγάπη, μεταβάλλοντας καὶ τὸν ἑαυτό του σὲ ἀκτινοβόλο πηγὴ ἀγάπης πρὸς τὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανός, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πολεμῶντας διαρκῶς τὰ πάθη καὶ τὸν ἐγωισμό του, γίνεται διάκονος τῶν ἀδελφῶν του, ὅπως ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε διάκονος τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ χαρίσματα τοῦ καθενὸς μεταβάλλονται σὲ ἐργαλεῖα ἀγάπης καὶ ὁ καθένας ἀναλαμβάνει ἕνα συγκεκριμένο ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ μέρος μιᾶς θείας ἁρμονίας, τῆς ἁρμονίας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, τελειοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καὶ σήμερα, τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ ἀνατέθηκε στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Ἀγγέλου ποὺ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὶς Μυροφόρες: «Πεῖτε στοὺς μαθητὲς καὶ τὸν Πέτρο ὅτι ὁ Ἀναστημένος Κύριος θὰ πάει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ θὰ σᾶς συναντήσει ἐκεῖ» (στ.7).
Οἱ Μυροφόρες, τὶς ὁποῖες σήμερα τιμοῦμε, εἶναι οἱ πρῶτες ποὺ ἀναλαμβάνουν τὸ μεγαλειῶδες διακόνημα τῆς ἱεραποστολῆς, πρωτοπόρες τῆς διακονίας, οἱ ὁποῖες στὴν συνέχεια ἀνέλαβαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ κατόπιν ὅλοι οἱ ἱεραπόστολοι, μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Τελικὸς σκοπός ἦταν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσιμης ἐλπίδος νὰ φτάσει μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς.
Συνέχεια τῆς πρώτης αὐτῆς διακονίας μᾶς προσφέρει μὲ τρόπο ὑπέροχο ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Θέμα της, ἡ ὀργάνωση τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων. Διαβάζουμε, λοιπὸν, στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων πώς, ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας ἡμέρες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νὰ ὀργανωθοῦν τὰ διακονήματα καὶ ὁ καθένας νὰ ἀναλάβει μὲ τρόπο συγκεκριμένο νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἰδιαίτερη ἀποστολή του. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς ἀναδείξεως τῶν πρώτων ἑπτὰ (7) διακόνων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος. Αὐτοὶ ἀνέλαβαν τὸ φιλανθρωπικὸ διακόνημα, ὥστε οἱ Μαθητὲς καὶ οἱ Ἀπόστολοι νὰ μείνουν ἀπερίσπαστοι στὸ δικό τους διακόνημα ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ ἀποθέωση τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύεται ὡς ἡ ἰδανικὴ ἀνθρώπινη κοινωνία, ἡ ὁποία δὲν περιορίζεται μόνον στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀλλὰ ἀνακουφίζει καὶ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὴν ἀόρατη ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὁρατὸ σῶμα. Διάκονοι τοῦ λόγου οἱ Απόστολοι, διάκονοι τῶν ἔργων οἱ ἑπτὰ Διάκονοι. Διάκονοι τῆς ψυχῆς οἱ Απόστολοι, διάκονοι σώματος οἱ ἑπτὰ Διάκονοι. Κοινὸς σκοπὸς ὅλων ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνόλου, τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὕψιστη ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας: νὰ προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους πληρότητα ζωῆς διακονῶντας ὁλόκληρη τὴν ζωή τους.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς σήμερα, τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ποὺ ἀκούσαμε, ξεκινᾷ μέ καταγραφὴ παράπονων. Πολλοὶ παραπονούνταν τότε, πὼς οἱ χῆρες, οἱ προερχόμενες ἀπὸ τοὺς ἑλληνόφωνους Χριστιανοὺς παραμελοῦνταν στὴν περίθαλψη καὶ στὴν διανομὴ τῶν τροφίμων, συγκριτικὰ μὲ τὶς χῆρες τῶν Χριστιανῶν ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ναί! Ἀπὸ τὰ πρῶτα κιόλας βήματα τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνουμε πὼς ἡ ἐμφάνιση τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ὅπως τοῦ ἐγωισμοῦ δὲν λείπει. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ διαχρονικὸ φαινόμενο ποὺ δὲν πρέπει νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ ἀνθρώπινα πάθη δὲν ἐξαφανίζονται ἀλλὰ ὑπερβαίνονται. Καὶ δύναμη ὑπερβάσεως δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ ἐγωκεντρικὴ ὕπαρξη σὲ διάκονο ἀγάπης καὶ αὐταπαρνήσεως.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ διακονία μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς καθῆκον ἀλλὰ τρόπο ζωῆς καὶ ὁμοιώσεως μὲ τὸν μέγα Διάκονο Χριστό. Ἡ κάθε εἴδους διακονία ποὺ ἀναλαμβάνει ὁ Χριστιανός, ἀναμφίβολα προσφέρει στὸν συνάνθρωπο ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες. Προσφέρει ὅμως καὶ στὸν ἴδιον μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά. Ὁ ἄνθρωπος τῆς προσφορᾶς ἀνακαλύπτει μέσα του τὴν ἀληθινή του φύση. Ἡ ὁμοιότητά μας μὲ τὸν Θεὸ ἐπαληθεύεται ὅσο μιμούμαστε τὴν ἀγάπη Του. Ἡ μελαγχολία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἀπελπισία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι οἱ καρποὶ τῆς ἐπιλογῆς του νὰ ζεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ διπλανοῦ του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, μᾶς καλεῖ νὰ μυηθοῦμε σὲ μιὰ ζωὴ ἀγάπης, ἡ ὁποία διαρκῶς ἐνισχύεται ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλῶς «κοινωνικὴ πρόνοια», ἀλλὰ διακονία πίστεως καὶ μαρτυρίας μιᾶς παρουσίας· τῆς παρουσίας τοῦ Ἀναστημένου Θεοῦ, ποὺ ζεῖ ἀνάμεσά μας καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ἐργάζεται μὲ ἐμᾶς, τοὺς πρόθυμους συνεργάτες Του, γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ