Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ Κυριακή της Τυρινῆς ὅπως ὀνομάζεται, ἀποτελεῖ ἡμέρα – σταθμὸ στὸ δρόμο τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας. Πρόκειται γιὰ μία μέρα ἀποχαιρετισμοῦ ἀλλὰ καὶ ὑποδοχῆς, τέλους καὶ ἀρχῆς. Ἀφήνουμε πίσω τὸ Τριώδιο καὶ τὴν περίοδο τῶν Ἀπόκρεω, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλοῦσε διαρκῶς νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τῆς οὐσιαστικῆς πίστης καὶ ὄχι τῆς θεωρίας καὶ τῶν τύπων.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς πρώτης Κυριακῆς, ὁ σκληρόκαρδος μεγάλος γιὸς τῆς δεύτερης Κυριακῆς καὶ τὰ ἐρίφια τῆς τρίτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου ἔχουν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό: θεωροῦν τὸν Θεὸ ἁπλῶς ὡς νομοθέτη καὶ ἄτεγκτο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος δίνει ἐντολὲς καί, προκειμένου νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς θέση στὴν βασιλεία Του, πρέπει μόνο νὰ ὑπακοῦμε, ἐφαρμόζοντας τύπους καὶ διατάξεις. Ἀντίθετα, ὁ τελώνης, ὁ ἄσωτος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν δεκτοὶ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν κατὰ τὴν παραβολὴ τῆς Τελικῆς Κρίσης, μᾶς παρουσιάζουν τὸ πρότυπό του ἀληθινοῦ τέκνου τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνου, ποὺ δὲν ὑπακούει τὸν Θεὸ ἀπὸ φόβο ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. Καὶ μάλιστα, μία ἀγάπη ποὺ πλημμυρίζει τὴν καρδιὰ καὶ ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα πρὸς τὸν πλησίον.
Οὔτε τὰ ἔργα ὅμως ἀρκοῦν. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μιλᾷ βέβαια γιὰ τὴ νηστεία, καὶ μάλιστά μᾶς προτρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε μυστικά, διακριτικά, χωρὶς νὰ ἐπιζητοῦμε τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Στὴν ἀρχὴ ὅμως τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, αὐτὸ ποὺ ἀναδεικνύεται ὡς ὁ μέγιστος σκοπὸς τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα εἶναι ἡ συγγνώμη πρὸς τὸν ἀδελφό μας.
Τί μᾶς δίδαξε τὸ Τριώδιο; Πώς, αὐτὸ ποὺ κατεξοχήν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ἡ σκληρότητα πρὸς τὸν ἀδελφό μας καὶ ἡ ἄρνησή μας νὰ σκύψουμε στὶς ἀνάγκες του καὶ νὰ ἐπουλώσουμε τὰ τραύματά του. Μὲ τί ξεκινάει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή;
Μὲ τὴν ἀπόλυτη διαβεβαίωση, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, πὼς ἡ σχέση μαζί Του περνᾷ μέσα ἀπὸ τὴν συγγνώμη πρὸς τὸν ἀδελφό μας.
«Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν».
Ὁ δρόμος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας περιλαμβάνει, βεβαίως, ἄσκηση πνευματικὴ καὶ σωματική. Ἡ νηστεία, ἡ αὐξημένη προσευχή, ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ ἐκεῖνα πού μᾶς διασποῦν καὶ μᾶς ἀποπροσανατολίζουν στὸν δρόμο πρὸς τὴ θέωση, ἀποτελοῦν προτάσεις γιὰ τὸ τί νὰ κάνουμε, ὥστε νὰ ἑτοιμάσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, ὅμως, ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει πὼς ἡ συμφιλίωση μαζί Του περνᾷ μέσα ἀπὸ τὴ συμφιλίωση μὲ τὸν ἀδελφό μας. Ζητούμενο, λοιπόν, δὲν εἶναι τὸ τί θὰ κάνουμε ἀλλὰ τὸ τί θὰ γίνουμε. Καὶ αὐτὸ ποὺ πρέπει, εἶναι νὰ γίνουμε ἄνθρωποι ἀγάπης καὶ συγγνώμης, ἄνθρωποι ἑνωμένοι μὲ τὴν δική Του καρδιά, τὴν καρδιὰ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Του, γνήσιοι γιοὶ καὶ θυγατέρες Του.
Πολλὲς λοιπὸν καὶ σωτήριες οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ συγχώρεση ὅμως πρὸς τὸν συνάνθρωπο δὲν εἶναι μία ὁποιαδήποτε ἐντολή. Ἡ συγχώρεση ἀποτελεῖ ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς μας, πού, ἀποκτᾶται ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τῆς δικῆς μας ἁμαρτωλότητας μπροστὰ στὸ Θεό. Βρίσκεται σὲ θέση νὰ συγχωρέσει μόνον ὅποιος ἔχει συνείδηση τῶν δικῶν του ἁμαρτημάτων καὶ αἰσθάνεται διαρκῶς εὐεργετημένος ἀπὸ τὴν ἀπέραντη μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὑπέρτατος σκοπὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ εἴσοδος τῆς ψυχῆς στὴν κατάσταση τῆς ταπεινοφροσύνης. Μόνον ὁ συντετριμμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ βρίσκεται σὲ θέση νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ συγχωρέσει τὸν συνάνθρωπο. Ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀδελφό μας ἀποτελεῖ καθρέφτη, πάνω στὸν ὁποῖον καθρεφτίζεται ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Σήμερα, τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς διαβεβαιώνει πὼς οἱ δυὸ δρόμοι εἶναι παράλληλοι: «Ἐὰν θέλετε», ἀναφέρει «νὰ διαβεῖτε τὴν πύλη τῆς συγγνώμης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ βασιλεία Του, νὰ γίνετε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι, ἄνθρωποι συγγνώμης γιὰ τὸν συνάνθρωπό σας».
Δὲν πρέπει ὅμως, ἀδελφοί μου, νὰ ξεχνοῦμε πὼς ἡ συγχώρεση δὲν εἶναι ἁπλῶς μία συναισθηματικὴ κατάσταση. Ἡ συγχώρεση ἀποτελεῖ μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀνέβασαν στὸν Σταυρό. Μποροῦμε, ἄραγε, νὰ μιμηθοῦμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη;
Ἴσως κάποιοι νὰ σκέφτεστε πὼς τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ξεπερνᾷ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Δὲν ἔχετε ἄδικο. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς εἶχε χαρακτηρίσει τὴ συγχώρηση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἐχθρὸ ὡς τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Πρὶν, ὅμως, ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, προηγεῖται ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο: εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ ἔχει κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς, καθὼς ἀποδέχεται τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀποστάτη καὶ ἁμαρτωλό, μέσα στὴν ἀγκαλιά του. Ἡ συγχώρεση λοιπὸν ποὺ καλούμεθα νὰ ἐπιδείξουμε πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας δὲν ἀποτελεῖ ὑπακοὴ σὲ μία ἐντολὴ ἀλλὰ μεταμόρφωση τῆς ὕπαρξής μας, ἐγκατάσταση τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς μας, ἕνωση μὲ τὴ δική Του ἀγάπη καὶ τὴ δική του φιλευσπλαχνία.
Ἐχθὲς στὸν ἑσπερινὸ ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν ὑμνῳδό: «Ἐκάθισεν ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου».
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὅπως ὁ ἐξόριστος Ἀδάμ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἔχουμε φυτεμένο στὴν ψυχή μας τὸν πόθο τοῦ Παραδείσου. Μὲ ἀγωνία καὶ δίψα ἀναζητοῦμε τὸν δρόμο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει πίσω, στὴν πρώτη μας πατρίδα. Ἡ Σαρακοστή, στὴν ὁποία εἰσερχόμεθα ἀπὸ αὔριο, ἔχει ὡς μοναδικὸ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ σκότος τῶν παθῶν καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ μᾶς κάνει ξανὰ πολῖτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας τῶν ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθεῖ δὲν ἔχει σκοπὸ ἁπλῶς τὴν ὑπακοή μας σὲ ἐντολὲς ἀλλὰ τὴν ἀναγέννησή μας. Γιὰ τὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἔχουμε προσεγγίσει τὸ βάθος καὶ τὴν οὐσία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ ἀκολουθεῖ, θὰ μᾶς πληροφορήσει ἡ ἴδια μας ἡ καρδιά. Ὅσο αὐτὴ παραμένει κλειστὴ καὶ ἀνελεήμων πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ὀφείλουμε μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς δικές μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τοῦ ζητήσουμε νὰ μᾶς κάνει μετόχους της φιλανθρωπίας Του. Ἐὰν, ὅμως, ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε τὴν καρδιά μας νὰ ἀποκτᾷ, σταδιακά, ἐπιείκεια καὶ σπλάχνα οἰκτιρμῶν, ἄς εὐγνωμονήσουμε τὸν Θεὸ καὶ ἂς τοῦ ζητήσουμε ἀκόμα πλουσιότερη τὴ χάρη Του, ὥστε, ὅλη μας ἡ ὕπαρξη, κεκαθαρμένη καὶ ἀναγεννημένη ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, νὰ γίνει αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ ὑπέρλαμπρου φωτὸς τοῦ καινοῦ μνημείου. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ