
«Ἀλλ’ ἡμεῖς τὸν Βαπτιστήν, ὡς ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζονα,
ἐπαξίως τιμῶντες μακαρίζομεν».
Ἀγαπητοὶ μου πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Παιδιὰ μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα
Ἡ παρουσία τοῦ Τιμίου Προδρόμου στόν κόσμο ἦταν πρωτοφανής καί θορυβώδης. Ὁ λαός στό πρόσωπό του ἔβλεπε ἕναν μέγιστο προφήτη, ἰσάξιου τοῦ Προφήτου Ἠλία, τοῦ Προφήτου Ἱερεμία ἤ ἀκόμη καί τοῦ ἴδιου τοῦ Μεσσία. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Ἰωάννης στίς ἐρωτήσεις τῶν ἱερέων καί τῶν λευϊτῶν ἀπάντησε πώς εἶναι τό μυστηριῶδες ἐκεῖνο πρόσωπο, τό ὁποῖο ὁ Ἡσαΐας ὀνομάζει «φωνήν» (Ἡσ. 40, 3). «Ἔφη ὁ Ἰωάννης· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης» (Ἰωάν. 1, 23).
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος παρατηρεῖ, πώς καλῶς χαρακτηρίζεται ὁ Ἰωάννης ὡς φωνή, «ὡς Πρόδρομος ὤν τοῦ Χριστοῦ, ὥσπερ καί ἡ φωνή προτρέχει τοῦ λόγου». Τό ἔργο τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἦταν νά παρουσιάσει τόν Χριστό στούς ἀνθρώπους καί νά ἀποκαλύψει τήν μεσσιανική του ἰδιότητα. «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Οὗτος ἐστιν περί οὗ ἐγώ εἶπον» (Ἰωάν. 1, 29-30).
Ὁ Ἰωάννης ἦταν ἡγιασμένος, ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν στήν κοιλία τῆς μητέρας του. Κατά τόν χρόνο τῆς κυοφορίας ἔδειξε τήν προφητική του ἰδιότητα σκιρτώντας «ἐν ἀγαλλιάσει» ὡς βρέφος στά σπλάγχνα τῆς Ἐλισάβετ, ὅταν ἡ Παναγία πῆγε νά τήν ἐπισκεφθεῖ. Μεγάλωνε μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀπό μικρή ἡλικία ἔζησε στήν ἔρημο «ἄσκευον, ἀπεριμέριμνον καί ἀπραγμάτευτον βίον», χωρίς τίς κοσμικές μέριμνες. Ζοῦσε μόνο γιά τόν Θεό, ἔβλεπε μόνο τόν Θεό καί εἶχε τροφή του τόν Θεό.
Τό ἔργο του ἦταν νά προετοιμάσει τό ἔδαφος γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός, κηρύσσοντας βάπτισμα μετανοίας γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ, κατόπιν προτροπῆς τοῦ Θεοῦ. Ἦλθε μέ τήν δύναμη τοῦ Ἠλία ὡς ἀσκητής, ὡς παρθένος καί κάτοικος τῆς ἐρήμου, μέ κορυφαία στιγμή στήν ζωή του, ὅταν ἔδειξε τόν Ἰησοῦ στό πλῆθος, καί στήν συνέχεια Τόν βάπτισε. Ἀποκάλυψε τό Θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀκούμπησε μέ τό χέρι του τήν ἀκήρατο κορυφή τοῦ Δεσποτου.
Ὁ λόγος του εἶναι γεμάτος παρρησία καί ἐλεγκτικός πρός τούς βασιλεῖς καί τούς Φαρισαίους. Ἐπειδή ἀκριβῶς ἤλεγξε τόν Ἡρώδη πού συζοῦσε μέ τήν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, «καί περί πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν» (Λουκ. 3, 19), κλείσθηκε στίς φυλακές καί ἔλαβε μαρτυρικό τέλος μέ τήν ἀποτομή τῆς Τιμίας του κεφαλῆς, στά γενέθλια τοῦ Ἡρώδου μετά τό χορό τῆς θυγατέρας του, τῆς Ἡρωδιάδος.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος δέν ἔφυγε στήν ἔρημο γιατί ἀπέφυγε τήν ζωή, ἀλλά γιά νά ἐτοιμασθεῖ κατ΄ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀνταποκριθεῖ στό ἔργο του. Τό ἴδιο καί ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, πρέπει νά ἀποφεύγουμε τήν κοσμική ζωή, ὄχι γιατί ἀποστρεφόμαστε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά νά νεκρώσουμε τά πάθη μας, νά ἀποκρούσουμε τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ καί νά φτάσουμε στό τέρμα, πού εἶναι ἡ ὑπερβαση τοῦ θανάτου καί ἡ αἰώνιος ζωή.
Ἐπίσης, στό πρόσωπο τοῦ Τιμίου Προδρόμου συναντῶνται ἡ πτωχεία καί ἡ ταπείνωση. Τό ταπεινό φρόνημα τοῦ Ἰωάννου φαίνεται ἀπό τήν ἄρνησή του νά δεχθεῖ πώς εἶναι ὁ Μεσσίας ἤ ὁ Ἠλίας καί ἀποποιήθηκε τούς τιμητικούς τίτλους. Ἀλλά καί μετά τήν συνάντηση μέ τόν Χριστό, θεωρώντας ὅτι τελείωσε ἡ ἀποστολή του, παρέμεινε ταπεινός λέγοντας γιά τόν Χριστό καί τόν ἑαυτό του «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. 3, 30). Ὁ Ἰωάννης εἶναι ἔλεγχος γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς, πού ἔχουμε τήν τάση τῆς προβολῆς καί τήν ἐπιθυμία ἀπόκτησης ἀξιωμάτων.
Ἄς εὐχαριστήσουμε, λοιπόν, τόν Θεό, λέγει ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας, γιατί ἄν καί θανατώθηκε ὁ Πρόδρομος, ὅμως «ἐξεχύθη εἰς τά ἔθνη διά τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ μεγαλύτερη δωρεά». Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ