06 Αυγούστου, 2025

Τελευταια Νεα

Μήνυμα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ Δαμασκηνου για την Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Μήνυμα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ Δαμασκηνου για την Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,

       Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,

       Στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὄχι ὅμως γιὰ νὰ περηφανευτεί, οὔτε γιὰ νὰ ἐπιπλήξει τοὺς ἀποδέκτες τῆς σημερινῆς ἐπιστολῆς του. Δὲν ἀπαριθμεῖ τὰ προσωπικά του κατορθώματα, δὲν περηφανεύεται γιὰ τὶς ἱεραποστολικές του ἐπιτυχίες, δὲν ἀναφέρεται στὰ ὁράματα καὶ στὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες, μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἀξίωσε ὁ Θεός. Μιλᾷ γιὰ παθήματα, γιὰ ταλαιπωρίες, γιὰ κινδύνους καὶ γιὰ τὴν ἀπόλυτη καταφρόνηση ποὺ βίωσε αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δαδόσεωςς τοῦ Εὐαγγελίου στὰ πέρατα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

«Ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους, γράφει, ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι’ ἀνθρώπους … Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὡς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας» (Α΄ Κορ. 4:9, 11, 13).

Ἂς μὴν παρανοήσουμε! Ὁ Παῦλος δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχισμένο. Εἶναι βέβαιος πὼς ὁ δύσκολος αὐτὸς δρόμος εἶναι ὁ μόνος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Εἶναι ὁ Γολγοθᾶς του, τὸν ὁποῖον ἀνεβαίνει μὲ τὴν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι πολὺ ἀνηφορικός. Τί εἶναι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ καταγράψει ὅλη αὐτὴ τὴν τραγικὴ καθημερινότητα ποὺ βίωσε στὶς περιοδεῖες του; Ἡ περιγραφὴ δὲν εἶναι τυχαῖα. Σχετίζεται μὲ τὰ προβλήματα καὶ τὴν νοοτροπία ὁρισμένων Χριστιανῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, πρὸς τὴν ὁποία ἀποστέλλει τὴν πρώτη Ἐπιστολή του. Ἀπὸ αὐτὴν προέρχεται ἡ σημερινὴ περικοπή.

Ὅταν ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Κόρινθο, τὸ κήρυγμά του φαίνεται πὼς παρεξηγήθηκε. Οἱ Κορίνθιοι, ὅπως λίγο πρὶν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι, ἐξέλαβαν τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, περισσότερο ὡς μιὰ ἀφορμὴ γιὰ συζητήσεις καὶ ἐπιφανειακὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες παρὰ ὡς πρόσκληση γιὰ ὁλοκληρωτικὴ μεταστροφή. Τὰ ἀποτελέσματα τὰ γνωρίζουμε: Πολὺ σύντομα, στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς ἀνωριμότητος τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν, ἄρχισαν οἱ διαιρέσεις καὶ οἱ φατριασμοί.

Συνέβη ὅμως καὶ κάτι ἀκόμα: Ἡ ἔπαρση καὶ ἡ αἴσθηση ὑπεροχῆς ποὺ εἶχαν, λίγο ἕως πολύ, ὅλοι οἱ πλούσιοι κάτοικοι τῆς Κορίνθου, ἐπηρέασε καὶ τοὺς πρώτους Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ἀντὶ ἡ πίστη στὸ Χριστὸ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια, ταπεινοφροσύνη καὶ ἐνάρετη ζωή, τοὺς ὁδήγησε σὲ αὐτάρκεια, αὐταρέσκεια καὶ ἐπιδειξιομανία. Ἡ χριστιανικὴ ταυτότητα ἔγινε κάτι σὰν μόδα τῆς ἐποχῆς, μία ἀκόμη περίεργη διδασκαλία ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὴν πλούσια πόλη. Πολλοὶ ἄρχισαν νὰ πιστεύουν πώς, μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δέχτηκαν κατὰ τὴν βάπτισή τους, ἔχουν ἀγγίξει τὴν αἰωνιότητα καὶ ἔχουν γευτεῖ χωρὶς κανένα κόπο τὴν ἐπουράνια μακαριότητα. Μὲ ἄλλα λόγια, αἰσθάνθηκαν κάτι ἀντίστοιχο μὲ ἕναν βαθύπλουτο, ὁ ὁποῖος, ἀγοράζοντας ἕνα σπάνιο ἔργο τέχνης, ἐπιβεβαιώνει τὴν κοινωνική του θέση. Ἔτσι καὶ γιὰ ὁρισμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, ὁ ὅρος «Χριστιανὸς» ἔγινε περισσότερο ἕνα μέσον κοινωνικῆς ὑπεροχῆς παρὰ πνευματικῆς ὡριμάνσεως καὶ ἀναγεννήσεως.

Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ πικραίνει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνησυχεῖ. Γι΄ αὐτὸ καὶ μὲ μιὰ λεπτὴ καὶ διακριτικὴ εἰρωνεία, ἀπευθύνεται στοὺς Κορίνθιους, λέγοντάς τους:

«Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε ἀνόητοι γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸν Χριστὸ· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῷ ἐσεῖς εἶστε δυνατοὶ· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῷ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὡς αὐτὴν τὴν ὥρα (ποὺ ἐσεῖς κομπάζετε ὡς δῆθεν ἀνώτεροι πνευματικοὶ ἄνθρωποι) ἐμεῖς πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια» (στ. 9-12).

Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐμποδίσει ὁ Παῦλος; Τὴν ἀφομοίωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Ἑνὸς κόσμου, ὁ ὁποῖος, ὄχι μόνον τότε ἀλλὰ ἀπὸ πάντα μέχρι σήμερα, στηρίζει τὴν ἐπιτυχία καὶ τὴν καταξίωση τῶν ἀνθρώπων στὴν κοινωνικὴ θέση καὶ τὸν θαυμασμὸ ἐκ μέρους τοῦ κόσμου. Αὐτὰ εἶναι οἱ δύο μεγάλοι πειρασμοὶ ποὺ πολιορκοῦν τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ ἐγκλωβίζουν τὴν καρδιά του στὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο, μαραίνοντας τὴν δίψα του γιὰ τὴν δόξα καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνιότητος.

Ἀδελφοί μου,

Ἡ δόξα τοῦ κόσμου στηρίζεται στὴν δύναμη, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν κοινωνικὴ καταξίωση. Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας στηρίζεται στὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ μάταια καὶ φθαρτὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, τὴν Πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τὸν Νικητὴ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ὅποιος θέσει ὡς στόχο του τὴν ἀναζήτηση τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς καταξιώσεως ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων θὰ διαμορφώσει μιὰ ζωὴ βυθισμένη στὴν ψυχικὴ ταραχή, τὸν ἀνταγωνισμὸ καὶ τὴν καχυποψία σὲ κάθε σχέση του. Ὅποιος ὅμως ἀναζητήσει τὴν δόξα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Του, θὰ βρεῖ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ θὰ μεταβληθεῖ σὲ πηγὴ ἀγάπης, συμπόνιας καὶ παρηγοριᾶς γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς ἀποκαλύπτεται στὸ τέλος τῆς σημερινῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βλέπει πὼς ὁ διχασμὸς τῶν Κορινθίων προέρχεται ἀπὸ τὴν προσκόλλησή τους σὲ ἀλαζόνες διδασκάλους καὶ γοητευτικοὺς ρήτορες ποὺ συναρπάζουν τοὺς ἀκροατές τους.

«Δὲν σᾶς γράφω τὰ βάσανά μου, τοὺς λέει, προσπαθῶντας νὰ τοὺς συνεφέρει, γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ’ ἀγαπημένα του παιδιά. Γιατί, κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴν χριστιανικὴ ζωή σας, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (στ. 14-16). Καὶ στὴ συνέχεια, στὴν ἴδια ἐπιστολή, συμπληρώνει: «Μιμηθεῖτε ἐμένα, ὅπως κι ἐγὼ μιμοῦμαι τὸ Χριστὸ» (11:1)

Σὲ τὶ τοὺς καλεῖ νὰ τοῦ μοιάσουν, ὄχι μόνο ἐκεῖνοι ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς; Στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν παθῶν ποὺ δηλητηριάζουν τὴν ψυχὴ καὶ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ · τοῦ μόνου δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, στὴν ἀπέραντη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ στὴν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης ἀνθρώπινης κοινωνίας.

Εἶναι ὁ ἴδιος δρόμος ποὺ μᾶς θυμίζει καὶ ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου. Ἀρχίζει μὲ τὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος λύτρωσε ἕναν δαιμονισμένο νέο. Τελειώνει ὅμως μὲ τὴν προετοιμασία τῶν μαθητῶν γιὰ τὸ Ἅγιο Πάθος Του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγγελία τῆς τελικῆς Του νίκης: «Ἐνῷ οἱ μαθητές, διαβάζουμε, περιέρχονταν τὴν Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων· θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη μέρα θὰ ἀναστηθεῖ» (Μτθ. 17:22-23).

Αὐτὰ τὰ Ἅγια Πάθη καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἂς εἶναι καὶ γιά ἐμᾶς, ὅπως ὑπῆρξε καὶ γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἡ μοναδικὴ πηγὴ καυχήσεως, ἀγάπης καὶ ἀκλόνητης ἐλπίδος γιὰ ὅλη μας τὴν ζωή. Αμήν ._

 

Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Related posts