Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Δύο χιλιάδες χρόνια μᾶς χωρίζουν ἀπό τότε ποὺ γράφτηκαν οἱ επιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἐπιστολή πρὸς τοὺς Γαλάτες, τῆς ὁποίας ἕνα ἀπόσπασμα ἀκούσαμε σήμερα.
Εἴκοσι αἰῶνες εἶναι χρόνος πολύς. Κι ὅμως! Τὰ μεγάλα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου παραμένουν τὰ ἴδια, ὅπως ἴδια παραμένει καὶ ἡ δίψα του γιὰ ἀπαντήσεις. Ὅλων μας τὴν καρδιά καὶ τὸν νοῦ ἔχουν ἀπασχολήσει τὰ ἐρωτήματα αυτά:
Ποιὸς εἶμαι; Γιατί ζῶ; Ποιὸς μὲ δημιούργησε; Πῶς πρέπει νὰ ζήσω ὥστε νὰ καταφέρω νὰ συναντήσω τὸν Δημιουργό μου καὶ νὰ σχετιστῶ μαζί του;
Αὐτή τήν σχέση μὲ τὸν Θεό, τήν ὁποία ἐπιζητεῖ ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, τόσο ἡ Παλαιά ὅσο καὶ ἡ Καινή Διαθήκη περιγράφουν μὲ τὸν ὄρο «δικαίωση». Τὶ εἶναι ἡ δικαίωση; Εἶναι μία ἰκανότητα, εἶναι ἕνα κατόρθωμα, τὸ ὁποῖο μὲ κάνει ἰκανό νὰ σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς ἴσος πρὸς ἴσο, νὰ ἀτενίσω τὸ πρόσωπό Του καὶ νὰ φανῶ ἀντάξιος τῶν δωρεῶν τῆς ἀγάπης Του.
Εἶναι, ἄραγε, αὐτό δυνατόν; Μποροῦμε νὰ δικαιωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μὲ ἄλλα λόγια, μποροῦμε νὰ σχετιστοῦμε μαζί Του ὡς ἴσοι πρὸς ἴσον;
Τρεῖς εἶναι οἱ μεγάλες δυσκολίες καὶ τρεῖς οἱ αντίστοιχες λύσεις ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Πρώτη δυσκολία εἶναι ἡ ἄβυσσος πού μᾶς χωρίζει ἀπό τὸν Θεό, ὅσον ἀφορᾶ τήν φύση μας. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Αἰώνιος, ὁ Ἄφθαρτος, ἡ Πηγή τῆς ζωῆς, ὁ Παντοδύναμος καὶ ὁ παντελῶς Ἀκατανόητος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική Δημιουργός μας. Ἐμείς, ἐξαρχῆς, ὑπήρξαμε πλάσματα, μὲ ἀνάγκη γιὰ ζωή, μὲ περιορισμένες δυνάμεις καὶ εὐάλωτοι στὸν πειρασμό. Πῶς θὰ ἦταν λοιπόν δυνατόν, αὐτές οἱ δύο ὑπάρξεις, ὁ Θεός τοῦ σύμπαντος καὶ ὁ ἀσθενής ἄνθρωπος, νὰ βρεθοῦν σὲ ἰσότιμη σχέση;
Ὁ Θεός ἔδωσε τήν λύση: Ἔγινε συνομιλητής τοῦ ἀνθρώπου, περπάτησε μαζί του στὸν παράδεισο, τοῦ παρέδωσε τὴν εὐθύνη τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ ὑπέδειξε τὸν δρόμο τῆς ὑπακοῆς, ὥστε νὰ γίνει ὅμοιος μαζί Του.
Ἡ δεύτερη δυσκολία εἶναι τὸ χάσμα, τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν παρακοή του, ἄνοιξε ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Δημιουργό. Τὰ ἀποτελέσματα τὰ γνωρίζουμε: ἡ ζωή του βυθίστηκε στὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία μεταβλήθηκε σὲ πεδίο μάχης ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ἀπληστίας του.
Καὶ πάλι ὁ Θεός ἔδωσε τήν λύση: Παρέδωσε τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὸν Μωυσῆ καὶ κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀλλάξει τὴν ζωή του, προκειμένου νὰ ξαναβρεῖ τὸν δρόμο πού θὰ τὸν ἔφερνε ξανά στὴν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Παρουσιάστηκε, ὅμως, καὶ μία τρίτη δυσκολία: Οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἀποδείχτηκαν πολύ λίγες, πολύ ἀσθενεῖς, προκειμένου ὁ Νόμος αὐτός νὰ τηρηθεῖ μὲ πληρότητα καὶ ἀκρίβεια. Ἡ σχέση μὲ τὸν Θεό, δηλαδή ἡ πλήρης δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀποδείχτηκε ἀδύνατη. Ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή σὲ θρησκευτικούς τύπους καὶ ἡ πραγματοποίηση καλῶν ἔργων, ἔστω καὶ θεάρεστων, ἀποδείχτηκε πὼς δὲν ἀρκοῦν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἀρχέγονη φύση του καὶ νὰ βαδίσει ξανά στὸ δρόμο τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Δημιουργό του.
Ἀκόμη καὶ στὴν Παλαιά Διαθήκη, ἡ φωνή τοῦ προφήτη καὶ ψαλμωδοῦ Δαυίδ ὁμολογεῖ αὐτήν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία:
«Κύριε… μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψ,142).
Δηλαδή,
«Κύριε, μὴ μὲ κρίνεις μὲ βάση τὸν Νόμο Σου, διότι κανείς ζωντανός ἄνθρωπος δὲν θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ ἐνώπιόν Σου».
Τὴν λύση ἔδωσε καὶ πάλι ὁ Θεός. Ἔγινε ἄνθρωπος! Τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεπεράσει τὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς, ἐπέτυχε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς Θεάνθρωπος, νίκησε τὸν θάνατο καὶ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπό τὰ δεσμά του. Αὐτός, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καὶ Λόγος Τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, πού στέκεται δικαιωμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτόν δίδαξε καὶ κήρυξε ὁ Παῦλος σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἀντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, γιατί μὲ τόση ἐπιμονή καὶ τόσο ζῆλο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὶς ἐπιστολές του, ὅπως καὶ στὴν σημερινή πρὸς τοὺς Γαλάτες, πὼς μία σχέση μὲ τὸν Θεό δὲν μπορεῖ νὰ στηριχτεῖ μόνον στὴν ἁπλή τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου; Ἀντιλαμβάνεστε γιὰ ποιὸν λόγο μᾶς διδάσκει καὶ σήμερα μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια:
«Γι΄ αὐτό καὶ ἐμεῖς πιστέψαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό καὶ ὄχι μὲ τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Γιατί μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου δὲν θὰ σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος».
Ἡ πίστη εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ μόνος τρόπος ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ φανεῖ ἄξιος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν ἀτενίσει κατά πρόσωπο, μέσω τοῦ Χριστού μας.
Τὶ σημαίνει, ὅμως, πίστη; Πρόκειται ἁπλώς γιὰ μία βεβαιότητα τοῦ νοῦ, πὼς ὁ Θεός υπάρχει; Γιὰ τὸν Παῦλο, αὐτό δὲν εἶναι ἀρκετό. Πίστη, γιὰ τὸν μεγάλο αὐτόν Ἀπόστολο, εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική σχέση τοῦ ανθρώπου μὲ τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ παράδοση τῆς ἀδύναμης φύσεώς μας στὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο, μέσω τοῦ ὁποίου, ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι, πέθανε στὸν Γολγοθᾶ. Εἶναι ἡ παράδοση τῆς ἀδύναμης φύσεώς μας στὸν Ἀναστημένο Κύριο, μέσω τοῦ ὁποίου ἐλευθερωθήκαμε ἀπό τὴν τυραννία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος κάνει διαρκῶς πράξη τὶς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος στρέφει διαρκῶς ὅλες τὶς ψυχικές του δυνάμεις πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος αἰσθάνεται διαρκῶς τὴν καρδιά του νὰ θερμαίνεται ἀπό φλογερό ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστό. Μὲ τὴν μετάνοιά του θανατώνει τὸν παλαιό ἑαυτό του, μετέχει στὴν ζωή τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐντάσσεται στὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πίστη τους, δικαιώθηκαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ γνώρισαν ἐμπειρικά τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του, διακηρύσσοντας μὲ εὐφροσύνη, μαζί μὲ τὸν Παῦλο:
«Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἀδελφοί μου,
Στήν δίψα μας γιὰ αἰωνιότητα, στὴν δίψα μας γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό, στὴν δίψα μας γιὰ δικαίωση μπροστά στὸν Θεό τῆς ἀγάπης, ἡ Εκκλησία μας, κάθε Κυριακή, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο, εὐχόμενη:
«Ἑαυτούς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Ἄς βρεθοῦμε πρόθυμοι νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτή τὴν πρόσκληση! Ἄς γίνει τὸ Εὐαγγέλιο κριτήριο καὶ πυξίδα τῆς ζωής μας! Ἄς ζήσουμε μὲ πλήρη βεβαιότητα πώς, ἡ ολοκληρωτική μας πίστη θὰ μᾶς καταστήσει ἄξιους τῆς πιὸ χαρμόσυνης καὶ τῆς πιὸ λυτρωτικῆς σχέσεως τῆς ζωῆς μας: τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν Σωτήρα μας Χριστό».
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ