Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
«Ποῖος εἶσαι καί μέ ποῖο κύρος μιλᾶς; »
Αὐτή ἦταν ἡ μόνιμη ἀμφισβήτηση πού ἀκολουθοῦσε τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν διάρκεια ὅλων τῶν περιοδειῶν του. Προερχόταν κυρίως ἀπό τούς Ἰουδαΐζοντες, δηλαδή ἐκείνους τούς Χριστιανούς πού δίδασκαν πως, γιά νά ἐπιτύχει ἕνας ἄνθρωπος τήν σωτηρία του μέσῳ τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τήρηση τῶν διαφόρων λειτουργικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Δίδασκαν μέ φανατισμό πώς οἱ Χριστιανοί που προέρχονται ἀπό τούς ἐθνικούς, δηλαδή τούς εἰδωλολάτρες, ἔπρεπε νά τηροῦν μέ ἀκρίβεια αὐτές τίς τελετουργίες καί προπάντων τήν περιτομή.
Ὁ Παῦλος ἐντέκρουε διαρκῶς αὐτήν τήν ἄποψη, ὑποστηρίζοντας πώς, μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστού, κάθε τί τό παλαιό δέν ἔχει ἰσχύ καί πώς ὁ ἄνθρωπος σώζεται χωρίς καμία ἄλλη προϋπόθεση, παρά μόνον μέ τήν πίστη του στόν Χριστό καί τήν συμμόρφωση τῆς ζωῆς του μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου.
Προκειμένου, λοιπόν, οἱ Ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί νά κλονίσουν τό κήρυγμα τοῦ Παύλου, ὑπέσκαπταν τό κύρος του, ὑποστηρίζοντας πώς δέν εἶναι ἰσάξιος τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, καθώς, οὐδέποτε συνάντησε τόν Κύριο καί οὐδέποτε ὑπῆρξε μαθητής Του.
Θά περίμενε κανείς πώς ὁ Παῦλος θά προσπαθοῦσε νά ὑπερασπιστεῖ τήν αὐθεντία τοῦ κηρύγματός του, παρουσιάζοντας τά ἀποτελέσματα καί τήν σημασία τοῦ ἀποστολικού του ἔργου. Ἀντί γι΄ αὐτό, τί διαπιστώνουμε σήμερα; Ἀπευθυνόμενος στούς Γαλάτες, μειώνει τόν ἑαυτό του, θυμίζοντας στούς ἀποδέκτες τῆς ἐπιστολῆς πώς ὑπῆρξε ὁ πλέον φανατικός Χριστιανομάχος καί, κατ΄ ἐπέκταση, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ποῖος εἶναι, ἄραγε, ὁ σκοπός του; Νά παρουσιαστεῖ στούς ἀκροατές του ὡς ζωντανή ἀπόδειξη τῆς θαυματουργικής δυνάμεως τοῦ Εὐαγγελίου πού τώρα διδάσκει καί νά τούς διαβεβαιώσει πώς, ἀκόμη καί αὐτός, ὁ φανατικότερος διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέ τήν χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, μεταστράφηκε σέ σκεῦος ἐκλογῆς καί ἀφοσιωμένο Ἀπόστολο τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Ὅλες οἱ ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι διαποτισμένες ἀπό τήν βαθιά ταπείνωσή του, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν ἀνάμνηση τῆς παλιᾶς του ζωῆς. Εἶναι ὅμως διαποτισμένες καί ἀπό βαθιά εὐγνωμοσύνη πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐπέλεξε αὐτόν, ἕναν πρώην διώκτη Του, προκειμένου νά ἀναλάβει τήν διάδοση τῆς διδασκαλίας τῆς ἀγάπης σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀποτελεῖ μόνον κήρυκα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἀλλά καί ζωντανό παράδειγμα τῶν δύο αὐτῶν μεγίστων ἀρετῶν· τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς εὐγνωμοσύνης.
Τί ἐννοεῖ, ὅμως, ὁ Παῦλος, μιλώντας γιά Εὐαγγέλιο; Ὁπωσδήποτε, δέν ἐννοεί ἕνα βιβλίο, ὅπως τό ἀντιλαμβανόμαστε σήμερα ἐμεῖς. Στά κηρύγματά του δέν διάβαζε κείμενα καί δέν ἐπικαλεῖτο γραπτές μαρτυρίες. Γιά ἐκεῖνον, Εὐαγγέλιο εἶναι τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μοναδική του ἐπιδίωξη ἦταν νά μεταβληθεῖ ὁ ἴδιος σέ ἕνα μέσον, ἕναν δίαυλο, μέσῳ τοῦ ὁποίου οἱ ἀκροατές του θά συναντοῦσαν, ὁ καθένας προσωπικά, τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Λυτρωτή.
Τό ἴδιο ἐπιθυμεῖ καί γιά μᾶς σήμερα! Βεβαίως, οἱ συνθῆκες ἔχουν ἀλλάξει. Εὐαγγελικά κείμενα ἀκούγονται διαρκῶς, εἴτε ἀπό τόν ἄμβωνα, εἴτε ἀπό ραδιοφωνικές ἤ τηλεοπτικές ἐκπομπές, εἴτε καί μέσῳ τοῦ διαδικτύου. Πολλοί ἄνθρωποι, σέ ὅλο τόν κόσμο, συγκινοῦνται ἀπό τόν εὐαγγελικό λόγο. Πολλοί ἀγωνίζονται νά προσαρμόσουν τήν ζωή τους στίς εὐαγγελικές διδαχές. Μάλιστα, κατά καιρούς, ὑποστηρίχθηκε πώς, πάνω στό Εὐαγγέλιο μπορεῖ νά στηριχθεῖ ἕνα πανανθρώπινο πολιτικό σύστημα.
Ἡ βαθύτερη, ὅμως, οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι, οὔτε μιά ἁπλή ἀλλαγή συμπεριφορᾶς, οὔτε ἡ μετατροπή τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ἰδεολογία. Ὑπέρτατος σκοπός τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σέ τέκνο Θεοῦ, μέσῳ ἐκείνου τοῦ προσώπου, τό ὁποῖο βρίσκεται πίσω ἀπό κάθε κεφάλαιο καί κάθε χωρίο τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου· τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ Ἅγιοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προτρέπουν νά μήν προσεγγίζουμε τό Εὐαγγέλιο ἁπλώς ὡς ἕνα γοητευτικό καί ψυχωφελές κείμενο, ἀλλά ὡς μία ζωντανή αλήθεια, ἡ ὁποία, μέσῳ τῶν λέξεων, ἀποκαλύπτει τόν ζωντανό Θεό. Συμβουλεύουν μάλιστα, πρίν τήν ἀνάγνωσή του, νά προηγεῖται ἡ προσευχή, μέ βασικό αἴτημα τήν διάνοιξη τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑπερβεῖ τά νοήματα καί νά συναντήσει Ἐκεῖνον, τόν ὄντως Συγγραφέα, τόν Κύριο μας, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ καί τόν τελικό σκοπό ὅλης τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας.
Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐπιθυμεί νά ἐμπεδώσει στούς Γαλάτες, ἀλλά καί σέ ὅλους μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι΄ αὐτό καί στόν πρῶτο στίχο τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, ἀκοῦμε:
«Πρέπει νά ξέρετε, ἀδελφοί μου, πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα ἐγώ δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο».
Πόση δύναμη, πόση παρηγοριά, ἀλλά καί πόση εὐγνωμοσύνη γεμίζουν την καρδιά μας αὐτά τά λόγια γιά τό μεγάλο δῶρο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν μεγαλύτερο θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας μας! Ἀλλά καί πόσο θαυμασμό ἐκ μέρους μας δικαιοῦται ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, καθώς διαπιστώνουμε τήν βαθύτατη ταπείνωσή του, τήν μείωση τοῦ ἑαυτού του καί τήν ἐξύψωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Εὐεργέτη καί Λυτρωτή ἐκείνου καί ὅλων μας!
Τό Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό διδάσκει ὁ Παῦλος. Καί ἀκριβῶς, γιά τόν λόγο αὐτό, τό Εὐαγγέλιο βιώνεται καί ἑρμηνεύεται αὐθεντικά μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεί τό σῶμα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστού, προεκτεινόμενο στήν Ἱστορία. Εὐαγγέλιο καί Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς συνδεδεμένα μεταξύ τους· εἶναι ταυτισμένα. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ κοινωνία αγίων, δηλαδή κοινωνία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μετέβαλαν τό Εὐαγγέλιο σέ πράξη καί ζωή. Μόνον, λοιπόν, ο λόγος, κυρίως ὅμως τό ἦθος τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἑρμηνεύουν αὐθεντικά τό Εὐαγγέλιο. Μελετώντας τά διδάγματά τους καί μιμούμενοι τό παράδειγμά τους, γινόμαστε μέτοχοι τοῦ φωτισμοῦ πού ἔλαβαν ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγή τοῦ Εὐαγγελίου καί μόνον μέσῳ αὐτοῦ, βρισκόμαστε σέ θέση νά προσεγγίσουμε τό βάθος καί νά βιώσουμε τήν αλήθειά του.
Ἀδελφοί μου,
Τό Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ πνευματικό θησαυρό, πού παραμένει διαρκῶς διαθέσιμο, ὥστε νά θρέψει τήν ψυχή μας μέ ὑπερκόσμιους θησαυρούς. Δέν μπορεῖ ὅμως νά καρποφορήσει μέσα μας, ἄν ἡ ἀνάγνωση ἤ ἡ ἀκρόασή του δέν συνοδεύεται ἀπό πίστη, προσευχή καί ὁλόψυχη συμμετοχή στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Χωρίς τόν θεῖο φωτισμό, ὁπωσδήποτε τό εὐαγγελικό κείμενο θά παρουσιάζει πάντα ὑψηλά νοήματα, δέν θά ἀποκαλύψει ὅμως ποτέ σέ ἕναν ἁπλό ἀναγνώστη τό ὑπέρτατο βάθος του, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὅσο Αὐτόν ἐπιζητοῦμε, ὅσο προσλαμβάνουμε τήν Χάρη Του μέσῳ τῶν Θείων Μυστηρίων καί ὅσο τό Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ καθημερινό μας ἀνάγνωσμα, ὅπως, ἄλλωστε, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι συμβουλεύουν, εἶναι βέβαιο πώς θά βιώνουμε διαρκῶς τήν παρουσία Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά μετατρέψει τήν ζωή μας σέ ἕνα διαρκές θαῦμα.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ