Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ καὶ σὲ μία πατρίδα, ὅπου ἡ πίστη στὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὡς ἐπακόλουθο τὸν κίνδυνο διώξεων, πολὺ δὲ περισσότερο, δὲν ἔχει τὸν κίνδυνο θανάτου. Οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς παραλάβαμε τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας ὡς κάτι αὐτονόητο, ὡς κάτι φυσικό, ὡς κάτι ποὺ ἔφτασε ὡς ἐμᾶς χωρὶς κόπους, χωρὶς θυσίες, χωρὶς τίμημα. Ἴσως γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ρίζες τῆς πιστεώς μας, συχνά, δὲν εἶναι βαθιὲς κι ἔτσι, οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καὶ οἱ διαρκεῖς ἀπασχολήσεις μας τὴν λυγίζουν καὶ τὴν ἐκτοπίζουν σὲ μία γωνιὰ τῆς καθημερινότητός μας.
Σήμερα ὅμως, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔρχεται νὰ μᾶς θυμίσει πὼς ἡ πρώτη σπορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁ ἴδιος ἀνέλαβε, συνοδεύτηκε ἀπὸ διαρκεῖς διώξεις καὶ ἀπειλές, σωματικὲς κακουχίες, οἱ ὁποῖες τὸν ἔφτασαν ἕνα βῆμα πρὶν τὸν θάνατο, διαρκῆ ἀδιέξοδα, τὰ ὁποῖα, συχνά, ἔμοιαζαν ἀξεπέραστα. Ὅλα αὐτὰ, ὅμως, δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἀπελπισία, ἀλλά, αὔξησαν τὸν πνευματικό του ζῆλο, ἐνίσχυσαν τὶς σωματικές του δυνάμεις καὶ ἐνδυνάμωσαν τὴν ἐλπίδα του.
Ποιὰ εἶναι ὅμως ἐκείνη ἡ πηγὴ τῆς ἀνεξάντλητης ὑπομονῆς, τῆς ὑπεράνθρωπης ἀντοχῆς καὶ τῆς ἀκατάβλητης ἐλπίδος; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίνει ὁ πρῶτος κιόλας στίχος τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος:
«Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ μὲ τὸν λόγο Του γέμισε τὸ πρῶτο σκοτάδι τοῦ σύμπαντος μὲ ὑπέρλαμπρο φῶς, φώτισε καὶ τὴν καρδιὰ ἐκείνων ποὺ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἀγάπησαν, ὁδηγώντας τους στὴν θέα τῆς δόξας τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ποιὰ εἶναι λοιπὸν ἡ πηγὴ τῆς δυνάμεως ἐκείνων ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ἀναλάβουν τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ νὰ δώσουν μαρτυρία πίστεως στὸν κόσμο; Δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὄχι μόνο τὰ λόγια Του, ὄχι μόνον οἱ ἐντολές Του, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ παρουσία Του μέσα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Βεβαίως, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε ὄντως ἄνθρωπος φωτός, ἕνα ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ λάμπει μέχρι τὶς ἡμέρες μας καὶ θὰ λάμπει εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ὁ ἴδιος, ὅμως, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἄνθρωπος ὑπερηφάνειας καὶ καυχήσεως. Ἀντίθετα, σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν, ἐκφράζει τὴν δοξολογία πρὸς τὸν Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος ἔκανε τὴν τιμὴ σὲ αὐτόν, τὸν φανατικὸ Ἑβραῖο καὶ ἄτεγκτο διώκτη τῶν πρώτων Χριστιανῶν, νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ τοῦ ἀναθέσει τὴν διάδοση τοῦ λόγου Του στὴν οἰκουμένη.
Γιατί ὅμως ὁ Παῦλος ἀποφασίζει, σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς δεύτερης ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Κορινθίους, νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του; Γιατί, ἄραγε, ἀποκαλύπτει τὸ φῶς ποὺ ἔλαμπε διαρκῶς μέσα του ἀλλὰ καὶ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ πού διαρκῶς τὸν ἀκολουθοῦσε; Εἶναι διότι οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου κλονίζονταν ἀπὸ τὸ μένος καὶ τὴν ἀμφισβήτηση ἐκ μέρους ὁρισμένων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὸν Παῦλο κατώτερο τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα ὑποδεέστερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ καὶ πάλι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι εἰλικρινὴς καὶ δὲν ὡραιοποιεῖ τὶς καταστάσεις. Ἀπὸ τὴν μία, ἐξυψώνει τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ ὑμνεῖ τὴν ζωοποιό Του δύναμη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, θυμίζει πρὸς τὰ μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους μας, πὼς ἡ ὕπαρξή μας εἶναι εὔθραυστη σὰν ἕνα πήλινο σκεῦος καὶ πὼς οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις δὲν εἶναι ἱκανὲς ἀπὸ μόνες τους νὰ στηρίξουν τοὺς πιστοὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Σήμερα μαθαίνουμε πώς, ὅπως ὁ Παῦλος, ἔτσι κι ἐμεῖς, δὲν θὰ σταματήσουμε ποτὲ νὰ δεχόμαστε πειρασμοὺς ἀπὸ παντοῦ· πειρασμοὺς ἐξωτερικούς, προερχόμενους ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικούς, προερχόμενους ἀπὸ τὰ δικά μας πάθη ποὺ ἀπειλοῦν νὰ ὁδηγήσουν τὴν ψυχή μας στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸν θάνατο. Στόν ἀγῶνα μας αὐτό, ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα μας, συχνά, μᾶς προδίδει. Οἱ σωματικὲς δυνάμεις ἐξαντλοῦνται, ἐνῷ ἡ φθορά, ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος, πολλὲς φορές, μοιάζουν ἀνυπέρβλητα.
Ἄς ἀκούσουμε ὅμως καὶ πάλι, μὲ πόσο ὑπέροχο τρόπο ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ μᾶς παρηγορήσει:
«Ὅλοι ἐμεῖς», γράφει, «πού, μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν λόγο μας, ἀποφασίσαμε νὰ γίνουμε ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, καθημερινὰ ὑποφέρουμε. Γνωρίζουμε ὅμως πώς, μὲ τὶς ταλαιπωρίες μας, συμμετέχουμε στὰ πάθη καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μας. Δὲν ἀπελπιζόμαστε λοιπὸν ἀλλά,, θεριεύει ἡ ἐλπίδα πώς, ἀφοῦ συμμετέχουμε στὸν δικό Του θάνατο, ἄρα θὰ γευτοῦμε καὶ τὴ δική Του Ἀνάσταση».
Ἀδελφοί μου,
Ἀποτελοῦμε, πράγματι, «ὀστράκινα σκεύη», ὅπως χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ καθένας, μέσα ἀπὸ τὴν δική του ζωή, γνωρίζει πὼς οἱ δυσκολίες καὶ ὁ πόνος φαίνονται συχνὰ ἀνίκητα. Τὸ ἴδιο ἀνίκητοι μοιάζουν καὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ καθημερινά μᾶς πολιορκοῦν. Ἡ πτώσεις μας δὲν εἶναι σπάνιες. Οἱ πληγὲς τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς μας πολλὲς φορὲς αἱμορραγοῦν καὶ ἡ ἐλπίδα συχνὰ τρεμοσβήνει. Ζοῦμε ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν περιορίσει τὴν ζωή τους στὰ θέλγητρα καὶ τὶς ἡδονὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου τοὺς συγκλονίζει καὶ κάθε προσδοκία ἢ σχεδιασμὸς τους ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν μία στιγμὴ στὴν ἄλλη, στὴν ματαιότητα καὶ τὴν ἀκύρωση.
Γιὰ ἐμᾶς ὅμως, πού, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τρεφόμαστε σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου γίνεται αἰτία νὰ προσφύγουμε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη πίστη καὶ ἐλπίδα πρὸς τὸν Κύριο τῆς ζωῆς. Γιὰ νὰ συμβεῖ ὅμως αὐτό, πρέπει ὁ Θεὸς νὰ βρεῖ θέση γιὰ νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά μας. Τὸ φῶς του πρέπει νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ νὰ λαμπρύνει ὁλόκληρη τὴν ζωή μας. Ὅσο ἐνισχύουμε τοὺς δεσμούς μας μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τόσο Ἐκεῖνος μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου καὶ μᾶς δίνει τὴν δύναμη νὰ μετέχουμε διαρκῶς στὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ὁ θησαυρὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος στὴν σημερινή του ἐπιστολή, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅταν Τοῦ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ τὸν καταστήσει κατοικητήριό Του, ὅλες οἱ χαρὲς τοῦ κόσμου φαίνονται ἀσήμαντες, ὅπως ἀσήμαντες τὶς θεώρησαν καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι, προκειμένου νὰ μὴν στερηθοῦν τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του, ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καί, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ὁδηγήθηκαν στὸ μαρτύριο.
Ἡ δική τους πίστη ἄς γίνει ὁ δρόμος μας καὶ ἡ δική τους χάρη ἄς γίνει ὁ θησαυρὸς ποὺ θὰ πλουτίσει τὴν ζωή μας σὲ τούτη τὴν γῆ καὶ θὰ μᾶς συνοδεύσει πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν._
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ