«Ξενίας δεσποτικῆς καί ἀθανάτου τραπέζης δεῦτε ἀπολαύσωμεν» (θ’ ὠδή κανόνος Μ. Πέμπτης).
Μεγάλη Τετάρτη, σήμερα, καί μπροστά μας θά ἀρχίσουν νά ἀνοίγονται τά φοβερά γεγονότα τῶν Παθών τοῦ Κυρίου μας. Σέ τέσσερα γεγονότα εἶναι ἀφιερωμένη ἡ ἀποψινή βραδυά.
Στόν Ἱερό Νιπτήρα: Ὁ Χριστός νίπτει τούς πόδας τῶν μαθητῶν τό ἑσπέρας ἐκεῖνο, στό ἀνώγειο πού ἔγινε ὁ Μυστικός Δεῖπνος, γιά νά δώσει σέ μᾶς ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καί διακονικῆς προσφορᾶς. «Διό μιμεῖσθε τόν τῦπον, ὅν τρόπον ἐν ἐμοί ἐθεάσασθε» (στ’ ὠδή Μ. Πέμπτης).
Στόν Μυστικό Δεῖπνο: Γίνεται ἡ παράδοσις τῶν φρικτῶν καί θεοποιῶν Μυστηρίων, ἡ παράδοσις τῆς Θείας Εὐχαριστίας. «Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος», λέει τό Συναξάριο, διότι Πάσχα νόμου φέρει καί Πάσχα καινόν. Δηλαδή, ὁ Χριστός τελεῖ τό νομικόν Πάσχα τοῦ Μωϋσῆ, γιά νά τηρήσει τόν Νόμο, ἀλλά στή συνέχεια θεσπίζει τό «καινόν Πάσχα». Τό καινούργιο αὐτό Πάσχα, πού εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Θεία Εὐχαριστία.
Στήν ὑπερφυᾶ προσευχή: Πρόκειται γιά τήν προσευχή, πού ἔκανε ὁ Κύριος τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο καί λίγο πρίν συλληφθεῖ. Εἶναι προσευχή γεμάτη ἀγωνία. «Ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος»(Λουκ. 22,24).
«Παραιτούμενος δῆθεν θάνατον», κάνει πώς παραιτεῖται ἀπό τόν θάνατο ὁ Κύριος, «ἐχθρόν ἐν τούτοις φενακίζων» καί μέ αὐτόν τόν τρόπο φενακίζει, παραπλανᾶ τόν ἐχθρό, τόν διάβολο. Παγιδεύτηκε καί ὁ διάβολος, μέ τό νά ἀνεβάσει στόν Σταυρό τόν Χριστό καί νόμισε, ὅτι νίκησε, ἀλλά καί ὁ Ἅδης, πού δέχθηκε στά σπλάγχνα του τόν Χριστό καί δέν μποροῦσε νά Τόν κρατήσει.
Καί στήν προδοσία: Τόν τρόπο πού προδόθηκε ἀπό τον Ἰούδα, ὁ ὁποῖος παραδίδει καί προδίδει τόν Κύριο μέ φίλημα καί παραδόθηκε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν «καί ἀδιόρθωτος ἔμεινεν. Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος» (Κοντάκιον Μ. Πέμπτης).
Ἀπό ὅλα τά παραπάνω γεγονότα, ἄς σταθοῦμε στόν Μυστικό Δεῖπνο, στήν παράδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπό τόν Χριστό. Πρῶτον νά διευκρινίσουμε, πώς ὅταν λέμε «μυστικός», δέν σημαίνει κάτι πού ἔγινε στά κρυφά ἤ στά σκοτεινά καί σέ ὑπόγειο χῶρο, ὅπως λανθασμένα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι πιστεύουν. Τό ἀντίθετο. Ὁ Κύριος ἀνέβηκε μέ τούς μαθητές Του σέ «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον» (Λουκ. 22,12), σέ φωταγωγημένο τόπο, γιά νά ἑορτάσουν πανηγυρικά τό Πάσχα. Λέγεται «μυστικός», γιατί ὁ Χριστός μυεῖ (εἰσάγει) τούς μαθητές Του, σέ κάτι τό καινούργιο, καί αὐτό τό καινόν, τό καινούργιο εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, «τό τῆς Καινῆς Διαθήκης».
«Ξενίας δεσποτικῆς» προσφέρει ὁ Κύριος. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ δεσποτική φιλοξενία; Ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ πάράδοσις τῶν Φρικτῶν Μυστηρίων. Ἀκούγαμε αὐτές τίς ἡμέρες γιά τόν Νυμφίο Χριστό καί γιά τόν «νυμφῶνα Του». Καί λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πώς νυμφῶνας τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἄν, λοιπόν, νυμφῶνας Του, εἶναι ἡ Βασιλεία Του, τότε ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ πρόγευση αὐτῆς τῆς Βασιλείας.
Ἡ Θεία Ευχαριστία εἶναι ἡ πνευματική μας τροφοδοσία καί κατά τον ἱερό Ἰγνάτιο «φάρμακο ἀθανασίας». Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ κάθε Θεία Λειτουργία, νά γίνουμε καί ἐμεῖς μέτοχοι ἐκείνου τοῦ «ἐστρωμένου ἀνωγείου», νά λάβουμε μέρος στό Μυστήριο τῆς Ζωῆς μέ τήν οὐράνια πρόσκληση «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε».
Ὁ μεγαλύτερος εὐχαριστιακός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει, ὅτι ὁ χριστιανός κάθε φορά πού μεταλαμβάνει ἄξια, ἔχει Πάσχα (Ε.Π. 48, 867 καί 62, 529) καί ἡ γῆ γίνεται οὐρανός (Ε.Π. 61, 205). Ὅποιος δέν συμμετέχει στό θεῖο Δεῖπνο, ἐνῶ παρευρίσκεται στόν ναό, εἶναι σάν νά πάει σέ τραπέζι καί ἐνῶ πλένει τά χέρια του, δέν τρώει, προσβάλλοντας ἔτσι αὐτούς πού τόν κάλεσαν (Ε.Π. 62, 29-30). Καί ὅποιος, χωρίς προετοιμασία (προσευχή, νηστεία, μετάνοια, ἐξομολόγηση καί ἔργα ἀγάπης) πλησιάζει τό θεῖο Ποτήριο ἔχει πολλές ζημιές πνευματικές (Ε.Π. 61, 204).
Ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἀναφέρει πώς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρόσφερε τὸν Ἑαυτό Του σὰν τὴν ἀληθινή, τὴν οὐσιαστικὴ τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή. Ἔτσι ἡ κίνηση τῆς Θείας Ἀγάπης ποὺ εἶχε ἀρχίσει στὸν Παράδεισο μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ «ἀπὸ παντὸς ξύλου ἐν τῷ Παραδείσω βρώσει φάγῃ» (γιατί τροφὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου) φτάνει τώρα στὴν ἀποκορύφωσή της, μὲ ἐκεῖνο τὸ θεϊκὸ «λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου…» (γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου). Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς, ἡ ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς σὰν Εὐχαριστία καὶ Κοινωνία.
Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὥρα τῆς ἔσχατης Ἀγάπης, εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ὥρα τῆς ἔσχατης προδοσίας. Ὁ Ἰούδας ἐγκαταλείπει τὸ φῶς ποὺ πλημμύριζε τὸ «Μέγα Ἀνώγαιον» καὶ μπαίνει στὸ σκοτάδι. «Λαβών οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν · ἦν δὲ νὺξ» (Ἰω. 13, 30). Γιατί ἔφυγε; Διότι ἀγαποῦσε, ἀπαντάει τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὴ ἡ μοιραία (θανατηφόρα) ἀγάπη τονίζεται ἐπαναληπτικὰ στοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Πέμπτης. «Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ἰούδα ·νοσῶν γὰρ φιλαργυρίαν, ἐκέρδησας μισανθρωπίαν ·εἰ γὰρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτωχείας διδάσκοντι ἐφοίτας; εἰ δὲ καὶ ἐφίλεις, ἵνα τί ἐπώλεις τὸν ἀτίμητον;…».
Δὲν ἔχει σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ «χρυσός». Ὁ χρυσὸς, τὸ χρῆμα ἐδῶ, ἀντιπροσωπεύει ὅλες τὶς διεστραμμένες καὶ καταστρεπτικὲς ἀγάπες ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀγάπη κλεμμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ κλέφτης. Καὶ ὅταν κάποιος ἀπό ἐμᾶς δὲν ἀγαπάει τὸν Θεὸ, μέ τόν τρόπο πού ζεῖ καὶ γενικὰ ἡ ἀγάπη του δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει καὶ ἐπιθυμεῖ ἕνα σκοτεινὸ καὶ αὐτοκαταστροφικὸ πάθος, πού τὸν ὁδηγεῖ στὸν θάνατο.
Ὅσοι ἐπιθυμοῦν, ἄς κοινωνοῦν. Ὄχι νά κοινωνήσουν μία φορά, ἀλλά νά κοινωνοῦν τακτικά, ἄς προετοιμάζονται κατάλληλα. Νά μήν χαίρεται ὁ διάβολος. Νά χαίρεται ὁ Χριστός μας, πού ἔχυσε τό τίμιο Αἷμα Του καί μέ τήν μετοχή μας στήν Θεία Εὐχαριστία, νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.