
«Φῶς ἀναλλοίωτον, Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου».
Ἀγαπητοὶ μου πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Παιδιὰ μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Ὁ Κύριος, κατά τό τρίτο ἔτος τοῦ κηρύγματός Του, μιλοῦσε συχνά στούς μαθητές Του γιά τό ἐπικείμενο πάθος καί τήν μέλλουσα δόξα Του, μετά τήν Ἀνάστασή Του. Γιά νά μήν ἐξουθενωθοῦν τελείως ἀπό τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καί γιά νά μήν ἐκπέσει οὔτε ἕνας ἀπό τήν Χάρι Του, ὁ Χριστός θέλησε νά τούς δείξει μέρος τῆς θείας δόξης Του, «καθώς ἠδύναντο», καί οἱ μαθητές Του εἶδαν μέ τά ἴδια τους τά μάτια τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, «ὡς ἐχώρουν». Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, «ἀλλ΄ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρ. 1, 15).
Γι΄ αὐτόν τόν λόγο παρέλαβε ὁ Κύριος τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη στό ὄρος Θαβώρ «και μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17, 2). Πῆρε τόν Πέτρο ὡς μαθητή τῆς πίστεως, διότι αὐτός ἦταν ὁ πρῶτος πού ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό, ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ. Πῆρε τόν Ἰάκωβο, μαθητή τῆς ἐλπίδος, διότι αὐτός ἦταν πού μέ πίστη στήν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ ἔδωσε πρῶτος ἀπό ὅλους τούς Ἀποστόλους τήν ζωή του γιά τόν Κύριο. Καί τόν Ἰωάννη, ὡς μαθητή τῆς ἀγάπης, διότι ἀνέπεσε στό στῆθος τοῦ Χριστοῦ καί παρέμεινε μέχρι τέλους κάτω ἀπό τόν Σταυρό.
Τούς ὑπόλοιπους μαθητές, τούς ἄφησε κάτω στήν πεδιάδα, μαζί μέ τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἄξιος νά δεῖ τήν Θεία δόξα τοῦ Διδασκάλου, τόν Ὁποῖον ἔμελλε νά προδώσει. Ἀλλά καί ὁ Κύριος δέν ἤθελε νά τόν ἀφήσει μόνο στούς πρόποδες τοῦ ὄρους, ὥστε ὁ προδότης νά μήν δικαιολογήσει τήν προδοσία του γι΄ αὐτόν τόν λόγο.
Ὁ Χριστός μας μετεμορφώθη σέ ὄρος καί ὄχι σέ πεδιάδα, διότι ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς «θέλησε νά μᾶς διδάξει δύο ἀρετές: τήν φιλοπονία καί τήν θεοφροσύνη. Καθότι ἡ ἀνάβαση στά ὕψη ἀπαιτεῖ κόπο καί, ἐπιπλέον, τά ὕψη καθ΄ αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τήν ἀνύψωση τῆς διανοίας μας στά τοῦ Θεοῦ».
Δίπλα στόν Χριστό ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς ἂπό τόν Ἅδη καί ὁ Ἠλίας ἀπό τούς ζῶντες, νά συνομιλοῦν μαζί Του γιά τό μελλοντικό σωτήριο πάθος Του καί νά δείχνουν, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος καί τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν. Ταυτόχρονα, γιά νά ἀπαντήσουν στήν ἰουδαϊκή πλάνη, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνας ἐκ τῶν προφητῶν.
Ἐν συνεχείᾳ «ἰδού νεφέλη φωτεινή ἐπεσκίασεν αὐτούς, καί ἰδού φωνή ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα. οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17, 7). Ὅπως καί στά Ἅγια Θεοφάνεια, στόν Ἰορδάνη ποταμό, ἔτσι καί ἐδῶ, στό ὄρος Θαβώρ, ἡ φωνή τοῦ Πατρός ἐπιβεβαίωσε τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί τό Πανάγιον Πνεῦμα ἔδειξε τήν παρουσία Του μέ τήν μορφή τῆς Νεφέλης, ὅπως τότε πού καθοδηγοῦσε τόν Ἰσραήλ στήν ἔρημο γιά σαράντα χρόνια πρός τήν γῆ τῆςἐπαγγελίας. Καί ἐδῶ τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς καθοδηγεῖ δεικνύοντάς μας τό σωτήριο Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Ἀπόστολοι ἔχοντας αὐτήν τήν ἔμπειρία τῆς Θείας δόξης μποροῦσαν νά διαβεβαιώσουν στά πέρατα τοῦ κόσμου, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς Χριστός, τόν Ὁποῖον κηρύσσουν, εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, «τό ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός», «φῶς ἐκ φωτός». Γι’ αὐτό καί ψάλλουμε σήμερα «Φῶς ἀναλλοίωτον, Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου».
Αὐτό, λοιπόν, τό ἀναλλοίωτον φῶς, τό αἰώνιον καί καθοδηγητικόν πού ἔλλαμψε στό Θαβώριο ὄρος, παρακαλοῦμε νά λάμψει καί στίς καρδιές ὅλων μας, πού ζοῦμε μέσα στό σκοτάδι τῶν ψυχοφθόρων παθῶν καί τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν μας καί νά μᾶς ὁδηγήσει στόν δρόμο τῆς ἁγιότητος καί τῆς ἀρετῆς. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
†Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ