Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Βρισκόμαστε στήν τελευταία Κυριακή, πρίν τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου μας. Λίγες ἡμέρες μᾶς χωρίζουν ἀπό τό σημαντικότερο γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Τότε, δηλαδή, πού ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος καί ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων γίνεται σάν κι ἐμᾶς καί ἀναλαμβάνει νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τίς τραγικές συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Ὁλοφώτεινη εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων πού πλησιάζει. Ἀλλά καί γεμάτη συγκίνηση, καθώς μέσα της κλείνει τίς ὀμορφότερες παιδικές ἀναμνήσεις τοῦ καθενός μας. Τέτοιες ἡμέρες, τά παλαιότερα χρόνια, γυρνοῦσαν οἱ ναυτικοί καί οἱ ξενιτεμένοι γιά νά γιορτάσουν, μαζί μέ τούς ἀγαπημένους τους. Γιά ὅλους μας ὅμως, τότε ἀλλά καί σήμερα, τέτοιες ἡμέρες ἐπιστρέφουν στήν μνήμη μας ἀγαπημένα πρόσωπα πού δέν βρίσκονται πιά μαζί μας, ἀλλά πού πιστεύουμε ὅτι θά τά ξανασυναντήσουμε στό γιορταστικό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σχέση μας, ὡς Χριστιανῶν, μέ τούς Ἑβραίους ἔχει ὁρισμένα ἀντιφατικά χαρακτηριστικά. Ἀπό τήν μία, γνωρίζουμε πώς ὁ Χριστός δέχτηκε τό μίσος τῶν Φαρισαίων, μίσος θανάσιμο, πού τελικά Τόν ἔστειλε στόν σταυρό. Τό ἴδιο μίσος δέχτηκε καί ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀπό τήν ἄλλη, μέ πλήρη βεβαιότητα, ἀποδεχόμαστε πώς ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ἀνέλαβε τήν ἀποστολή νά κρατήσει ζωντανή τήν πίστη τοῦ Ἑνός Θεοῦ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη αποτελεῖ, μαζί μέ τήν Καινή Διαθήκη, ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Βίβλου καί ἀπό τό στόμα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ἀκούσαμε πώς εἶναι ἐπικατάρατος ὅποιος ἀθετήσει ἔστω καί ἕνα ἰώτα τοῦ Νόμου τοῦ Μωυσέως.
Σήμερα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Ἑβραῖος στήν καταγωγή, διώκτης στήν ἀρχή καί διωκόμενος κατόπιν μέχρι τέλους, μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη του γιά τούς συμπατριῶτες του. Μέ τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του, συμφιλιώνει τόν ὑπερούσιο λαό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τόν νέο λαό τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διδάσκει, δέν ὑπῆρξε ἕνα ξαφνικό γεγονός ἀλλά ἕνα γεγονός πού προαναγγέλθηκε ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράδεισο. Μέ ἐνοχή, πόνο καί θάνατο χάνουν οἱ Πρωτόπλαστοι τόν Παράδεισο. Ἀλλά καί μέ μία ἐλπίδα: Πώς θά ἔρθει ἡ στιγμή, κατά τήν ὁποία ὁ διάβολος θά χάσει τήν ἰσχύ του καί ὁ θάνατος θά ἐξαφανιστεῖ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, τῆς Πηγῆς τῆς Ζωῆς. Ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἕνας ἀγώνας νά κρατηθεῖ αὐτή ἡ ἐλπίδα ζωντανή. Νά μήν χαθεῖ ἡ πίστη στόν Ἕνα καί Μοναδικό Θεό. Νά μήν χαθεῖ τό ὄραμα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στήν γῆ. Καί ἰδοῦ! Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐλπίδα αὐτή ἐκπληρώθηκε.
Ὕμνο καί ἐγκώμιο τιμῆς πρός ὅλους ἐκείνους τούς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι μέ φρικτούς τρόπους μαρτύρησαν, δοκιμάστηκαν καί θανατώθηκαν, γιά νά κρατήσουν ζωντανή αὐτή τήν πίστη καί αὐτή τήν ἐλπίδα ἀποτελεῖ ἡ σημερινή ἀποστολική περικοπή. Μπορεῖ ὁ Παῦλος, ὡς Χριστιανός, νά βιώνει τήν χαρά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, τιμᾷ ὅμως καί ἐγκωμιάζει ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι προετοίμασαν τόν δρόμο πρός τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ἐκεί, ὅπου ὁ ἄνθρωπος συμφιλιώθηκε μέ τόν Πλάστη του καί προσκύνησε τήν ἄπειρη ἀγάπη Του.
Ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἁγιότητα. Πατριάρχες ὅπως ὁ Ἀβραάμ, Κριτές ὅπως ὁ Σαμψών, φλογεροί προφῆτες ὅπως ὁ Σαμουήλ καί τόσοι ἄλλοι, ἔβαλαν τήν πίστη πάνω ἀπ΄ ὅλα, περιφρόνησαν τούς ἰσχυρούς, ἀπαρνήθηκαν τἰς μάταιες χαρές αὐτῆς τῆς ζωῆς, στερήθηκαν τά ἀγαπημένα τους πρόσωπα καί, τέλος, βρῆκαν θάνατο φρικτό, προκειμένου τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ νέ μείνει ζωντανό καί ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Λυτρωτοῦ νά μήν σβήσει.
Καί ὁ Θεός, βλέποντας τόν ζῆλο καί τήν πίστη τους, ἔμεινε κοντά στό ταλαιπωρημένο πλάσμα Του, ἀνανεώνοντας διαρκῶς τήν ὑπόσχεσή Του. Μία ὑπόσχεση πού κράταγε ὄρθιο τόν Ἰσραήλ καί τόν ἔκανε νά ἀψηφᾷ τίς διαρκεῖς δοκιμασίες, προσμένοντας τό μεγάλο γεγονός. Καί περισσότερο τούς τιμᾷ σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, διότι ἔφτασαν στόν θάνατο χωρίς νά δοῦν αὐτό πού τόσο πολύ πόθησαν. Μήπως, ἄραγε, στά μάτια τους, φάνηκε ὁ Θεός ἀναξιόπιστος; Ὄχι, βέβαια! Τότε, γιατί αὐτό συνέβη;
«Γιά νά μήν τελειωθοῦν χωρίς ἐμᾶς», ἀναφέρει σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὅπως ὑπέροχα ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Δέν ἀδίκησε ἐκείνους ἀλλά ἐτίμησε ἐμᾶς. Διότι κι ἐκεῖνοι, ἐμᾶς, τούς ἀδελφούς τούς περίμεναν. Ἀφού ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα, μεγαλύτερη χαρά νιώθουμε, στεφανωμένοι μαζί καί ὄχι χωριστά».
Κάθε χρόνο τέτοια ἡμέρα, τήν Κυριακή πρίν τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔρχονται νά μᾶς θυμίσουν καί νά μᾶς διδάξουν πώς ὁ ζῆλος καί ἡ πίστη τους ἀποτελοῦν γιά μᾶς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἐνανθρωπίσαντος καί ἀναστημένου Θεοῦ, διαρκῆ πρόσκληση καί διαρκές ὑπόδειγμα. Μπορεῖ ὁ Θεός νά φανερώθηκε στήν γῆ, τά πάθη τῆς ψυχῆς μας, ὅμως, μᾶς στεροῦν τήν σχέση μας μέ τόν Θεό. Συγχρόνως, οἱ ἀντίθεες δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου συνεχίζουν νά ἀντιμάχονται τήν ἐλπίδα καί τό ὄραμα τῆς ἐπερχόμενης Βασιλείας.
Βεβαίως, οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀναιροῦνται, οὔτε διαψεύδονται. Ὁ ἀγώνας ὅμως, προκειμένου αὐτές νά συνεχίσουν νά ἀποτελοῦν γιά τήν ἀνθρωπότητα πηγή καρτερίας καί ἐλπίδος, εἶναι συνεχής καί δύσκολος. Γι΄ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, σέ ἄλλη περίσταση, ἀναφέρει πρός τούς Κορινθίους:
«Γνωρίζοντας, ἀδελφοί μου, αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἄς φανοῦμε ἀντάξιοι, καθαρίζοντας τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε μολυσμό στό σῶμα καί τήν ψυχή μας, βαδίζοντας τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό» (Β΄ Κορ. 7,1).
Γι΄ αυτόν τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος ἀκούσαμε σήμερα. Καί ἄς ἀποτελέσει ὁ ὕμνος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου πρός τούς μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀφορμή, ὥστε νά ἐνεργοποιηθεῖ τό δικό μας φιλότιμο καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη μας στήν πρόνοια, τήν ἀγάπη καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες, πρίν καί μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένοι πλέον στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, μᾶς εὐλογοῦν καί μᾶς ἐνισχύουν. Γνωρίζουν πώς ζοῦμε σέ ἐποχές δύσκολες. Γνωρίζουν πώς, συχνά, ἡ ἐλπίδα φαίνεται νά τρεμοσβήνει. Ἀτενίζουμε ὅμως τά πρόσωπά τους στίς ἅγιες εἰκόνες τους, προσηλώνουμε τό βλέμμα μας στίς πληγές τους καί ἡ καρδιά μας γεμίζει μέ τό ἐπουράνιο φῶς τοῦ ἄστρου τῆς Βηθλεέμ.
Ἀδελφοί μου,
Εὐγνωμονοῦμε τόν Θεό πού μᾶς ἀξίωσε νά γίνουμε μάρτυρες τοῦ ἐρχομοῦ Του στήν γῆ. Ποθεῖ ἡ καρδιά μας νά βρεθούμε πολίτες τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας Του. Ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη νά σαλπίσουμε τό θεόσταλτο ἄγγελμα τῆς σωτηρίας στόν σύγχρονο κόσμο. Ἄς βρεθούμε, λοιπόν, καί φέτος ἑνωμένοι γύρω ἀπό τήν φάτνη τοῦ νεογέννητου Μεσσία καί ἄς βαδίσουμε μέ θερμότερο ζῆλο τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος καί τῆς μαρτυρίας.
Ἀμήν._
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ