«Τὶς μὴ σκιρτήσει; Τὶς μὴ χορεύσει τῷ πνεύματι, ἐπὶ τῇ νέᾳ πανηγύρει, τοῦ Ἱεράρχου Νεκταρίου;» (Ἀπόστιχο Λιτῆς), ψάλλει η Εκκλησία μας, σήμερα επί τη μνήμη του Αγίου της Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως. Και χαιρόμαστε και παίρνουμε δύναμη, τιμώντας την μνήμη ενός νέου σχετικά Αγίου, βλέποντας ότι η Εκκλησία του Χριστού συνεχώς ανά τους αιώνες, παρουσιάζει νέες μορφές Αγίων προσώπων, ως απόδειξη της ζωντανής χάριτος του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία μας.
Ὁ Άγιος Νεκτάριος (1846 -1920), καταγόταν από την Σηλυβρία της Θράκης, από πολυμελή και φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και φτωχοί. Κατά την βάπτιση του Αγίου, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος. Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Από μικρός πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε σκληρά επί έξι χρόνια, ενώ παράλληλα μελετούσε. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του, είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις.
Στη συνέχεια διετέλεσε δάσκαλος στην Χίο, όπου σε ηλικία τριάντα χρόνων έγινε μοναχός στη «Νέα Μονή». Όταν ύστερα από δύο χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος, έλαβε το όνομα Νεκτάριος. Τις γυμνασιακές του σπουδές συμπλήρωσε στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε στην Θεολογική Σχολή με υποτροφία και ύστερα από τις σπουδές του αναχώρησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διατέλεσε Αρχιμανδρίτης και Γραμματέας του Πατριαρχείου και απέκτησε μεγάλη φήμη για τα κηρύγματά του και το ήθος του. Το 1889 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και περισσότερο. Στον αντίποδα όμως, κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν. Ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι χριστιανοί, αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να αφαιρεθούν από τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματά του και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις και τελικώς να εγκαταλείψει την Αίγυπτο και να έλθει στην Αθήνα.
Τελικά, μετά από ένα δύσκολο χρόνο, λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης, διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας και αργότερα μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, όπου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Αργότερα αποσύρεται στην Αίγινα, όπου ανήγειρε την Μονή της Αγίας Τριάδος, μέχρι τον θάνατό του, το έτος 1920.
Ο ιερός υμνωδός, ονομάζει τον Άγιο, «νεόφωτο αστέρα» της Ορθοδοξίας και «νεόδμητο προτείχισμα» της Εκκλησίας. Και αυτό, διότι ο Άγιος Νεκτάριος υπήρξε δοχείο των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και σοφός ιεράρχης. Με την οσιότητα του βίου του, με την υπομονή και συγχωρητικότητά του, δόξασε τον Θεό και επάξια αντιδοξάστηκε. Ο Θεός τον «εθαυμάστωσε» και του έδωσε το χάρισμα να θαυματουργεί, να αποδιώκει δαίμονες, να θεραπεύει ασθενείς και γενικά να παρέχει πλούσια την ευεργετική και αγιαστική του χάρη.
«Ουδέν ανίατον δια τον Νεκτάριον», αναφέρει το Συναξάριό του. Μακάριοι όσοι ευλαβούνται την μνήμη του, όσοι «εν ευφροσύνη καρδίας» δοξάζουν τον Άγιο και με πίστη προσέρχονται και προσκυνούν τα τίμια λείψανά του.