Οι Άγιοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας αποτελούν φάρους σοφίας, οι οποίοι, με τα διδάγματά τους, ανοίγουν στον καθένα από εμάς τον δρόμο που οδηγεί στην σωτηρία.
Η αγία μας Εκκλησία διέσωσε τα κείμενά τους, στα οποία παρουσιάζεται με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια ολόκληρο το πνευματικό οικοδόμημα της Αγίας και Ορθόδοξης πίστεώς μας.
Οι Άγιοι συγγραφείς, εξ αιτίας της ταπεινοφροσύνης τους, θεωρούν τους εαυτούς τους εκφραστές του λόγου του Θεού, γι’ αυτό και σπάνια μιλούν για προσωπικά τους θέματα ή συναισθήματα. Όποτε όμως το κάνουν, αποκαλύπτεται ενώπιόν μας η ανθρώπινη πλευρά τους και έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως βίωσαν εσωτερικές συγκρούσεις και καταστάσεις πολύ γνώριμες και στην δική μας ζωή. Το γεγονός αυτό τους φέρνει πιο κοντά μας και μας ενθαρρύνει να ακολουθήσουμε τον δρόμο τους, καθώς διαπιστώνουμε πως υπήρξαν αγωνιζόμενοι άνθρωποι σαν κι εμάς.
Ένα τέτοιο κείμενο, γεμάτο ευαισθησία και πλούσιο συναισθηματισμό αποτελεί και η δεύτερη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους, της οποίας σήμερα ακούσαμε ένα απόσπασμα. Μέσα στις γραμμές του αντιλαμβανόμαστε τον υπεράνθρωπο αγώνα που εκείνος έκανε, προκειμένου η πνευματική του σπορά στις διάφορες πόλεις από τις οποίες πέρασε να αποκτήσει βαθιές ρίζες και να προετοιμάσει μία πλούσια καρποφορία. Ο δρόμος αυτός όμως, όπως διαπιστώνουμε και στις άλλες επιστολές του, του επεφύλαξε συχνά απογοητεύσεις και πόνο.
Ιδιαίτερα οι Κορίνθιοι, είχαν αμφισβητήσει έντονα το κύρος του. Θεωρούσαν ότι, αφού δεν ανήκε στον στενό κύκλο των Μαθητών του Χριστού, δεν μπορούσε να έχει και ισότιμο κύρος με εκείνους. Αυτή η αμφισβήτηση προκάλεσε σχίσματα και διχασμό που λύπησαν πολύ τον απόστολο Παύλο. Παράλληλα, η έκφυλη ζωή των κατοίκων της πλούσιας Κορίνθου είχε οδηγήσει τους Χριστιανούς να ανέχονται αμαρτίες μέσα στην Εκκλησία, γεγονός που τον οδήγησε σε βαθιά αγανάκτηση.
Με κύρια αφορμή αυτές τις δύο καταστάσεις, ο Απόστολος Παύλος έγραψε από την Έφεσο μία πρώτη επιστολή προς την Εκκλησία της Κορίνθου. Το ύφος του εκεί, αν και πατρικό, συνοδευόταν από επιπλήξεις και αυστηρότητα, που είχαν ως σκοπό να γεφυρώσουν τα σχίσματα και να επαναφέρουν τους Κορινθίους στην ηθική ζωή.
Την πρώτη εκείνη επιστολή παρέδωσε στην Κόρινθο ο πιστός μαθητής του Τίτος. Όταν επέστρεψε, μετέφερε στον δάσκαλό του ειδήσεις ενθαρρυντικές και ευχάριστες για την μετάνοια και διόρθωση των εκεί Χριστιανών. Γεμάτος ανακούφιση, ο μέγας Απόστολος γράφει από τη Μακεδονία όπου πλέον βρισκόταν, μία δεύτερη επιστολή την οποία και πάλι αποστέλλει με τον Τίτο. Τώρα όμως ο λόγος του είναι πιο γαλήνιος και επαινετικός, γεμάτος τρυφερότητα, όπως ο λόγος ενός πατέρα που απευθύνεται στο αγαπημένο του παιδί. Περικοπή αυτής της επιστολής ακούσαμε σήμερα.
Στον πρώτο στίχο, ο απόστολος Παύλος βρίσκει την ευκαιρία να υπενθυμίσει στους Κορινθίους πως, όσα λέει και κάνει, δεν προέρχονται από την δική του κρίση αλλά από την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Όπως γράφει, το Άγιο Πνεύμα εγγυάται στην Εκκλησία την αντοχή στις δοκιμασίες, αλλά και προσφέρει στον καθένα προσωπικά την πρόγευση της μακαριότητος που θα απολαύσουμε ολοκληρωτικά στην επουράνιο Βασιλεία. Αυτή την κατάσταση της αιώνιας ευτυχίας ο Παύλος την παρουσιάζει ως γάμο, του οποίου τον αρραβώνα, δηλαδή την πρόγευση, απολαμβάνουμε ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού μέσω του Βαπτίσματος αλλά και μέσω όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Και όπως ένας αρραβώνας αποτελεί υπόσχεση του γάμου που πλησιάζει, έτσι και το Άγιο Πνεύμα μας διαβεβαιώνει πως όλες οι επαγγελίες του Κυρίου μας θα επαληθευτούν, αρκεί να προσφέρουμε του εαυτούς μας στην αγάπη και το άγιο θέλημά Του.
Βεβαίως, ο απόστολος Παύλος δεν βρισκόταν μεταξύ εκείνων που δέχτηκαν την ενέργεια του Παρακλήτου κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Υπήρξε όμως εκείνος, τον οποίο η Χάρις του Θεού, μέσω του οράματος του Εσταυρωμένου, επισκέφτηκε εκείνο το μεσημέρι στο δρόμο προς την Δαμασκό και του προξένησε την μεγάλη ψυχική και πνευματική ανατροπή, η οποία ολοκληρώθηκε με το βάπτισμά του από τον Ανανία, όπως μας περιγράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων.
Είναι βέβαιο πως, από εκείνη την στιγμή, ο απόστολος Παύλος είχε διαρκή την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος. Μέσω αυτής της εμπειρίας, απέκτησε τον ζήλο της ιεραποστολής, τον οποίο δεν έκαμψαν ανείπωτες δυσκολίες και πειρασμοί. Μέσω αυτής της εμπειρίας, βρέθηκε, όπως αναφέρει στην συνέχεια της σημερινής επιστολής του, μέχρι τρίτου ουρανού, περιγραφή, την οποία μόνο οι θεόπτες άγιοι αντιλαμβάνονται εκ πείρας. Μέσω αυτής της εμπειρίας, οπλίστηκε με υπεράνθρωπη αντοχή, ώστε να υπομείνει το τελικό μαρτύριο στην Ρώμη και να ενταχθεί πλέον στην επουράνια χορεία των αγίων.
Πολλοί θεωρούν την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος ως κάτι αόριστο, θεωρητικό και αφηρημένο. Κι όμως! Το Άγιο Πνεύμα αποτελεί πρόσωπο, όπως ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το Άγιο Πνεύμα, μέσω της ενέργειάς Του, κινείται διαρκώς ανάμεσά μας, διατηρεί την ενότητα της Εκκλησίας, προσφέρει τα δώρα Του μέσω των Μυστηρίων στους πιστούς και ορθώνεται σαν τείχος εναντίον των ποικίλων πειρασμών που δέχεται η Εκκλησία σε κάθε εποχή.
Η εμπειρία του Αγίου Πνεύματος αφορά και εμάς, προσωπικά. Ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές της ερήμου, ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, μας περιγράφει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να βιώσουμε την παρουσία Του:
«Όποιος με συνέπεια και επιμονή», γράφει στα Ασκητικά του, «ακολουθεί το θέλημα του Θεού, νιώθει σταδιακά την καρδιά του να θερμαίνεται και ο νους του, με έναν παράξενο τρόπο, κατακλύζεται από φωτεινούς λογισμούς. Τότε…», γράφει, «…τον άνθρωπο δεν αγγίζουν οι πειρασμοί του κόσμου τούτου. Κάθε φορά που θυμάται τον Θεό, τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα και στην ψυχή του επικρατεί διαρκής ειρήνη».
Οι Εβραίοι πίστευαν, και συνεχίζουν να πιστεύουν, πως η περιτομή του σώματος αποτελεί σφραγίδα του Θεού στον άνθρωπο. Εμείς όμως, ως Χριστιανοί, μέσω του Βαπτίσματος, φέρουμε στην καρδιά μας τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο διαρκώς μας στρέφει προς τον Θεό και γεμίζει την καρδιά μας με την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Όσο ακολουθούμε τις εντολές του Θεού, το Άγιο Πνεύμα απομακρύνει από την καρδιά μας την λύπη και κατακλύζει την ύπαρξή μας με μία και μόνη επιθυμία:
Να ζούμε διαρκώς μαζί με τον Χριστό, όπως έζησε ο απόστολος Παύλος και να θεωρούμε όλες τις χαρές του κόσμου ασήμαντες μπροστά στην υπέρτατη αγαλλίαση που προκαλεί στην καρδιά μας η παρουσία Του.