Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή του Τυφλοῦ. Ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς πρότεινα νὰ τὴν χαρακτηρίζαμε ὡς Κυριακὴ τῶν τυφλῶν. Καὶ αὐτὸ διότι, ἂν καὶ βασικὸς πρωταγωνιστής τῆς σημερινῆς περικοπής παρουσιάζεται ἕνας τυφλὸς ἐκ γενετῆς, οἱ τυφλοὶ ποὺ ἐμφανίζονται εἶναι περισσότεροι ἀπὸ ἕναν. Καὶ μάλιστα, ἔχουμε κάθε λόγο νὰ πιστεύουμε πὼς ἡ πρόθεση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου εἶναι ἀκριβῶς νὰ στρέψει τὴν προσοχή μας πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ μᾶς προβληματίσει μὲ τὴν συμπεριφορά τους. Ἀλήθεια, ὅμως, ποιοὶ εἶναι αὐτοί;
Καταρχάς, ἡ περικοπὴ ξεκινᾷ μὲ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ θαύματος τῆς ἰάσεως ἑνὸς ἐκ γενετῆς τυφλοῦ καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ὁ Χριστὸς βλέπει τὸν τυφλὸ καὶ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία νὰ παρομοιάσει στοὺς Μαθητὲς Τοῦ τὸ σκοτάδι μέσα στὸ ὁποῖο ζεῖ μὲ τὸ «σκοτάδι» ποὺ θὰ ἐπικρατήσει στὸν κόσμο. Ἀμέσως ὅμως, παρηγορεῖ τοὺς ἀκροατές του, διαβεβαιώνοντάς τους πὼς αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶναι τὸ ὑπερκόσμιο φῶς ποὺ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ νικήσει.
Ἡ στιγμὴ τῆς ἰάσεως ἔχει φτάσει. Χωρὶς κὰν νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ τυφλός, ὁ Κύριός μας ἀγγίζει τὰ μάτια του καὶ τὸν στέλνει νὰ τὰ πλύνει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Και τότε, γιὰ πρώτη φορά, ὁ τυφλὸς ἀτενίζει ἔκθαμβος τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὴ ἡ ἐξιστόρηση, ὅσο κι ἄν μας φαίνεται περίεργο, καταλαμβάνει μόλις τὸ ἕνα ἕκτο (1/6) τῆς περικοπῆς. Ὁ Χριστὸς ἀποσύρεται. Πρωταγωνιστής τώρα γίνεται ὁ πρώην τυφλός, ἀλλὰ καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι, δῆθεν ἀγανακτισμένοι γιὰ τὴν παραβίαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ καὶ ἀνήμποροι νὰ ἐξηγήσουν, πὼς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ παραβιάζει τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει θαύματα, προσπαθοῦν μὲ ζῆλο, σχεδὸν παράλογο, νὰ διαψεύσουν τὸ πασιφανὲς καὶ ἀδιαμφισβήτητο θαυματουργικὸ γεγονός.
Ρωτοῦν τὸν τυφλὸ ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ τὸ τί συνέβη καὶ πάντα παίρνουν τὴν ἴδια ἀπάντηση:
«Ὁ Ἰησοῦς μοῦ ἔδωσε τὸ φῶς μου!»
Καλοῦν τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι τοὺς διαβεβαιώνουν πὼς τὸ παιδί τους, ὄντως γεννήθηκε τυφλό. Παρόλα αὐτά, οἱ Φαρισαῖοι δὲν ἀλλάζουν γνώμη. Ἂν καὶ οἱ μαρτυρίες εἶναι ὁμόφωνες γιὰ τὸ θαῦμα, ἂν καὶ οἱ γονεῖς του ἐπιβεβαιώνουν πὼς ἦταν τυφλὸς ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους παραμένουν ἑρμητικὰ κλειστά. Ὁ τυφλὸς στερήθηκε γιὰ χρόνια τὸ φῶς τοῦ χωρὶς τὴν δική του θέληση. Αὐτὸς εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Ἡ «τυφλότητα» ὅμως τῶν Φαρισαίων ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς δικῆς τους θελήσεως. Αὐτοὶ εἶναι τυφλοὶ ἐκ προαιρέσεως. Ὁ τυφλός, μέσα στὸ σκοτάδι του, προσπαθοῦσε νὰ προσεγγίσει τὴν ἀλήθεια. Οἱ Φαρισαῖοι, ἂν καὶ εἶχαν τὸ φυσικό τους φῶς, ἐπιλέγουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτό καὶ νὰ καταλήξουν οἰκειοθελῶς «τυφλοί».
Θὰ σᾶς πρότεινα, ἀδελφοί μου, νὰ μετατρέψουμε τοὺς σκληρόκαρδους Φαρισαίους σὲ δασκάλους μας. Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ μᾶς διδάξουν τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς προειδοποιήσουν, μὲ τὴν στάση τους, σὲ ποιὰ ὕψη παραλογισμοῦ μπορεῖ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν ἔχει ἀποφασίσει νὰ μείνει ἀμετακίνητος στὴν πλάνη του. Ἀκοῦμε συχνὰ ἀνθρώπους γύρω μας νὰ δηλώνουν πρόθυμοι νὰ πιστέψουν, ἀρκεῖ νὰ δοῦν ἕνα θαῦμα. Σήμερα, ὅμως, οἱ Φαρισαῖοι μᾶς διαβεβαιώνουν ἔμπρακτα πώς, γιὰ τὴν ἐπίμονη ἀπιστία, τὰ θαύματα δὲν εἶναι ἀρκετά. Θεμέλιο τῆς ἀληθινῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀπόφασή μας νὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἀποδεχτοῦμε ὡς τὸν Κύριο τῆς ζωῆς, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὄχι τόσο τὰ θαύματα, ἀλλὰ μία μεγάλη ἀπόφαση, ἕνα μεγάλο «θέλω», ἀνοίγει τὸν δρόμο πρὸς τόν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας καὶ μᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ ἀναγνωρίζουμε τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ συμβαίνουν κάθε στιγμὴ μέσα μας καὶ γύρω μας.
Ὅσοι ζοῦν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο φῶς, εἶναι διαρκῶς εὐγνώμονες γιὰ τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς ὑγείας, τῆς χαρᾶς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν αἴσθηση τῆς διαρκοῦς παρουσίας καὶ προστασίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ παραμένουν εὐγνώμονες, ἀκόμη καὶ ὅταν γνωρίσουν τὴν δυσκολία καὶ τὸν πόνο, καθώς, μέσῳ τῆς πίστεως, γνωρίζουν πὼς ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει ποτέ. Ἀντίθετα, χωρὶς αὐτὴν τὴν ὁλόψυχη πίστη, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου συναντᾷ παντοῦ γύρω του τὸ παράλογο καὶ ἡ ψυχή του, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ φῶς, πλημμυρίζει κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴν ταραχή, τὴν ἀπόγνωση καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὅσα θαύματα καὶ ἂν συμβοῦν ἐνώπιον ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, αὐτὸς προτιμᾷ νὰ υἱοθετήσει τὴν πιὸ παράλογη θεωρία καὶ τὴν πιὸ ἐξωπραγματικὴ ἐξήγηση, ἀρκεῖ νὰ μὴν ἐπιτρέψει στὴν θαυματουργία τοῦ Θεοῦ νὰ κλονίσει τὴν πλάνη καὶ τὸ σκοτάδι, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐγκατεστημένα στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιά του. Ὁ παραλογισμὸς, ὅμως, δὲν σταματάει ἐδῶ. Ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος, ὄχι ὁ ἐκ γενετῆς ἀλλὰ ὁ ἐκ προαιρέσεως, καταλαμβάνεται ἀπὸ μανία νὰ ἀντιστρέψει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὀνομάσει «πλάνη», νὰ ἀντιστρέψει τὸ φῶς καὶ νὰ τὸ ὀνομάσει «σκοτάδι». Αὐτὸ προσπαθοῦν τόσο ἐπίμονα οἱ Φαρισαῖοι τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸ προσπαθοῦν καὶ οἱ σύγχρονοι τυφλοί, οἱ χλευαστὲς τῆς πίστεως τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἀληθινοὶ σκοταδιστὲς τῆς ἐποχῆς μας.
Ἀδελφοί μου.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσα θαυμαστὰ καὶ ἂν ἀντιληφθοῦν οἱ αἰσθήσεις του, ὁ νοῦς του θὰ παραμείνει σκοτισμένος καὶ ὅλες του οἱ δυνάμεις θὰ ἐπιστρατευτοῦν ὥστε, σὲ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία, κάθε φωνὴ πίστεως νὰ σιγήσει. Δὲν εἶναι τυχαῖο πώς, στὴν ἐποχή μας, ἡ πίστη βάλλεται, καὶ μάλιστα μὲ παράλογη ἔνταση καὶ μένος. Εἶναι βέβαιο πώς, ἐξαιτίας τῆς ἀμφισβήτησεως κάθε πνευματικῆς διαστάσεως τῆς ζωῆς ποὺ ἐκπέμπει ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς διάχυτης ἀλαζονείας ποὺ γεννᾷ ἡ ἀπίστευτη τεχνολογικὴ πρόοδος, θὰ νιώσουμε συχνὰ ξένοι καὶ ἀποσυνάγωγοι τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἔτσι ἔνοιωσε καὶ ὁ τυφλὸς ὅταν συνέχισε, παρὰ τὶς πιέσεις, νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πίστη του. Ὅπως ἀναφέρεται στὸν στίχο 33, ἀφοῦ οἱ Φαρισαῖοι εἶδαν καὶ ἀποεῖδαν, «ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω».
Ὅταν βιώσουμε αὐτὴ τὴν μοναξιὰ καὶ αἰσθανθοῦμε πὼς ὁ κόσμος δὲν ἔχει θέση γιὰ μᾶς, ἐξαιτίας τῆς σταθερότητας στὴν πίστη, ἄς εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ Χριστὸς θὰ σπεύσει νὰ μᾶς ἐνισχύσει. Ὅπως καὶ στὸν τυφλό, ἔτσι καὶ σ ἐμᾶς, θὰ ἐμφανιστεῖ μυστικά, θὰ μᾶς κοιτάξει στὰ μάτια καὶ θὰ μᾶς ρωτήσει:
«Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;»
Ἐκεῖνος, δὲν δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ ἀπαντήσει μὲ εὐγνωμοσύνη:
«Πιστεύω, Κύριε».
Ἡ ἴδια ἀπάντηση, ἄς γίνει γιὰ ὅλους μας τρόπος ζωῆς καὶ ἂς εἴμαστε βέβαιοι πὼς τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴν πλημμυρισμένη ἀπὸ ἄπειρα θαύματα. Ἀμήν._
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ