Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος
κ. κ. Ἱερώνυμε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι καί συνδιάκονοι,
Λαέ τοῦ Θεοῦ εὐλογημένε,
«Ἐποφειλομένη πρὸς Θεόν ἐτήσιος εὐχαριστία, καθ’ ἥν ἡμέραν ἀπελάβομεν τήν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν σύν ἀποδείξει τῶν τῆς εὐσεβείας δογμάτων καὶ καταστροφῇ τῶν τῆς κακίας δυσσεβημάτων»[1] εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν ὁποία ἑορτάζουμε τήν ἀνάμνηση τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων τό 843 μ. Χ., τήν ὁριστική λήξη μιᾶς περιόδου συγκρούσεων, οἱ ὁποῖες ἔδιδαν τήν ἐντύπωση ὅτι στρέφονταν γύρω ἀπό τό θέμα τῆς ὕλης καί τῆς στάσεως τῆς Ἑκκλησίας ἔναντί της, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶχαν ὡς ἐπίκεντρο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Γιά ἐπιπλέον ἀπό 100 συναπτά ἔτη ταλανίστηκαν Ἐκκλησία καί Αὐτοκρατορία, καθότι ἡ «συναλληλία» καί ἡ «συμφωνία»[2] τῶν δύο θεσμῶν δέν ἦταν ἕνα γεγονός νομικοῦ περιεχομένου μόνο, ἀλλά ἀποτύπωνε μία ἀπό κοινοῦ στάση, ἡ ὁποία ρύθμιζε τήν καθημερινότητα καί τήν πορεία ζωῆς τῶν ὑπηκόων τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, πού ἦταν ταυτόχρονα καί πιστοί.
Δέν ἦταν θεοκρατικό τό Βυζάντιο. Δέν ἦταν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες οἱ ὁποῖοι ὑπαγόρευαν στήν πολιτεία τί θά πράξει. Ἡ βυζαντινή πολιτεία ὅμως λάμβανε ὑπ’ ὄψιν της τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτή ἀφοροῦσε στούς ἀνθρώπους. Συνδεόταν μέ τήν παράδοση, μέ τόν τρόπο δηλαδή τῆς ζωῆς τῆς Ἑκκλησίας, καθότι αὐτός διαμόρφωνε τήν καθημερινότητα τοῦ λαοῦ.
Τόσο ἡ ζωή τῶν αὐτοκρατόρων, τό πρωτόκολλο τῆς αὐλῆς, τῆς διοικήσεως τοῦ κράτους, ὅσο καί ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων περιστρέφονταν γύρω ἀπό τίς ἑορτές τῆς πίστεως. Οἱ ἡμέρες νηστείας καί οἱ ἡμέρες καταλύσεως διαμόρφωναν τό διαιτολόγιο τῶν ἀνθρώπων. Καί ἡ συζήτηση γιά τά δόγματα τῆς πίστεως ἦταν ἡ καθημερινότητα στίς ἀγορές, στά fora τῶν πόλεων, καθότι ἡ βυζαντινή κοινωνία ἦταν στηριγμένη σέ ἕναν πολιτισμό μεταφυσικῆς, εἶχε ἔγνοια γιά τήν αἰωνιότητα καί τήν σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τήν μετοχή στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί ἡ εἰκονομαχική ἔρις, ἀπόπειρα τῆς Πολιτείας νά διαμορφώσει τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπέφερε τήν διάσπαση στήν ἐσωτερική συνοχή τῆς αὐτοκρατορίας, στήν ἑνότητά της. Ἡ σύγκρουση ἦρθε σέ μία περίοδο στήν ὁποία οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τοῦ κράτους ὑφίσταντο τήν πρώτη μεγάλη πίεση ἀπό τό ἀνεικονικό Ἰσλάμ, ἐνῶ ἡ καταγωγή τῶν αὐτοκρατόρων τῆς δυναστείας τοῦ Ἀμορίου ἀπό τήν μονοφυσιτική Ἀρμενία, τούς ὁδήγησε, μέ πρόσχημα τήν λατρεία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, νά προσπαθήσουν νά μειώσουν τήν ἐπίδραση τήν ὁποία ἀσκοῦσε ἡ Ἐκκλησία, διά τῆς μοναστικῆς παραδόσεως καί πρακτικῆς, στήν κοινωνία, ὥστε νά ἀντιμετωπιστοῦν οἰκονομικές καί στρατιωτικές δυσχέρειες. Ἡ νομοθέτηση ὅμως πού δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της τήν παράδοση καί τήν πίστη, γεννᾶ περισσότερα προβλήματα, ἀπό ὅσα οἱ προθέσεις τῶν νομοθετούντων ἐπιδιώκουν νά λύσουν.
Καί ἐπειδή «ὁ τρώσας καί ἰάσεται»[3], ἔπρεπε νά ἔρθουν δύο γυναῖκες αὐτοκράτειρες, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία καί ἡ Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα, γιά νά ἐπαναφέρουν τήν τάξη, ἐπικυρώνοντας τήν αὐθεντική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί δείχνοντας ὅτι μόνο μέσα σέ σχέσεις ἀμοιβαίου σεβασμοῦ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας, καθώς καί ἐπιγνώσεως ρόλων, μπορεῖ νά διαφυλαχθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας. Δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἱστορικά τυχαῖο τό ὅτι, λίγα χρόνια μετά τήν ὁριστική ἀποκατάσταση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἡ Αὐτοκρατορία ἔφθασε στήν μέγιστη ἀκμή της μέ τήν δυναστεία τῶν Μακεδόνων.
Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας λοιπόν ἦταν καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἑορτή εὐχαριστίας, μνήμης καί ἀναστοχασμοῦ.
Εὐχαριστοῦμε, ἰδιαιτέρως αὐτή τήν ἡμέρα, τόν Τριαδικό Θεό, δοξάζοντάς Τον μέ τήν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας, τήν λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τήν ἀνάγνωση τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι ἐπιτρέπει νά διασώζεται αὐτή ἡ μακρά παράδοση τῆς συναλληλίας, ἡ ὁποία διαφυλάττει τήν ἑνότητα τοῦ Γένους καί τῆς πατρίδας μας.
Ἑξακόσια χρόνια μετά τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, στήν μεγάλη περιπέτεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέμεινε ὁ ἕνας καί μοναδικός θεσμός στόν ὁποῖο στηρίχθηκε ἡ διατήρηση τῆς δίψας τοῦ σκλαβωμένου Ἕλληνα ἀνθρώπου γιά ἐλευθερία, αὐτοδιάθεση καί ἱστορική συνέχεια. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ σπουδαῖος ἱστορικός τῆς ἐποχῆς μας Νικόλαος Σβορῶνος, «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται ἐπικεφαλῆς τῶν δυνάμεων πού ὀργανώνουν τήν ἄμυνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ἐξασφαλίζουν τή διατήρησή του μέσα στίς δύσκολες συνθῆκες τῆς κατάκτησης, καί συνδέεται ἄρρηκτα μέ τό Ἔθνος. Ἐμφανίζεται συγχρόνως ὡς ἡ μόνη πολιτική δύναμη πού συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία καί ἐνσαρκώνει τό ὄνειρο ἑνός μελλοντικοῦ ἑνιαίου ἑλληνικοῦ χριστιανικοῦ κράτους. Ἡ ἐθνική ἰδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεδεμένη μέ τή χριστιανική Ὁρθοδοξία»[4].
Μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, Πολιτεία καί Ἐκκλησία ξαναβρίσκουν, ὕστερα ἀπό ὁμολογουμένως ἀρκετές δοκιμασίες, τήν σημερινή «συναλληλία», ἡ ὁποία κατοχυρώνεται ἐξαιρετικά μέ τό σύνταγμα τῆς μεταπολιτεύσεως τό 1974, ἀπό τήν ψήφιση τοῦ ὁποίου συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια. Καί ἡ συμπόρευση αὐτή ἔρχεται καί πάλι νά ὑπενθυμίσει ὅτι ὁ λαός μας θέλει τήν ἑνότητα τῶν δύο κυρίαρχων θεσμῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ πυλῶνες του, ὥστε νά μπορεῖ,μέ συστατικά στοιχεῖα τήν ἱστορία, τήν πρόοδο, τήν συνύπαρξή του μέ τούς ἄλλους λαούς,νά διαλεχθεῖ μέ τό σήμερα, χωρίς νά λησμονεῖ τήν ταυτότητά του. Τήν ἀγάπη δηλαδή γιά τόν ἄνθρωπο, πέρα καί πάνω ἀπό νομικές θεσπίσεις. Τήν ἀγάπη γιά τόν κόσμο, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός καί ὅπως καί ἄν πορεύεται, χωρίς τόν συσχηματισμό μέ στοιχεῖα τά ὁποῖα καθηλώνουν τόν ἄνθρωπο στό τώρα, χωρίς διάσταση Ἀναστάσεως καί αἰωνιότητας.
Ἡ Ὀρθοδοξία δίδει στό Γένος μας τό “πάντοτε, νῦν καί ἀεί”, βοηθῶντας το νά μή λησμονήσει τήν ἱστορία, τήν γλώσσα, τήν παράδοσή του, νά κρατήσει αὐτό πού ὁ ποιητής[5] ἀναφέρει: «Ὑπῆρξεν ἔτι τό ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικός – ἰδιότητα δέν ἔχ᾽ ἡ ἀνθρωπότης τιμιωτέραν», σέ συνδυασμό μέ τό οἰκουμενικό, τήν δυνατότητα δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου νά συμπεριλαμβάνει τόν κόσμο ὅλο στήν προοπτική του. Ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος Ἁγιορείτης λόγιος: «Βλέπομε ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει χῶρος γιά ὅλους. Ὅλοι βρίσκονται μέσα μας. Καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μεταβαίνει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία»[6].
Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀκόμη ἑορτή μνήμης. Εἶναι ἡ ὑπενθύμιση ὅτι «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος πρός τό πρωτότυπον διαβαίνει».[7]Ἡ ὑπενθύμιση ὅτι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς Εἰκονομαχίας σηματοδοτεῖ τήν ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας κατάφαση τῆς ὕλης, ὄχι ὅμως ὡς ἀντικειμένου λατρείας, ἀλλά ὡς ὑπομνήσεως τοῦ πρωτοτύπου. Ὅπως ἀναφέρει ὁ σπουδαῖος θεολόγος καί μαχητής ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, βαθύς γνώστης τῆς ἑλληνικῆς καί χριστιανικῆς παραδόσεως, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός,«χωρίς ἀμφιβολίαν, ἐνῶ πολλές φορές δέν ἔχομεν εἰς τόν νοῦν μας τό πάθος τοῦ Κυρίου, μόλις ἰδοῦμεν τήν εἰκόνα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμούμεθα τό σωτήριον πάθος, πέφτομεν εἰς τήν γῆν καί προσκυνοῦμεν ὄχι τήν ὕλην, ἀλλά τόν εἰκονιζόμενον, ὅπως καί δέν προσκυνοῦμεν τήν ὕλην τοῦ Εὐαγγελίου, οὔτε τήν ὕλην τοῦ σταυροῦ, ἀλλά τό σχῆμα»[8].
Αὐτή ἡ ὑπόμνηση λειτουργεῖ ὡς βάση πνευματικῆς ἰσορροπίας στούς καιρούς μας. Εἶναι μία ὑπενθύμιση ὅτι ἡ ὕλη δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται ὡς αὐτόνομη ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τήν πορεία του στόν κόσμο αὐτό. Δέν μᾶς δόθηκε δηλαδή γιά νά λατρεύουμε δι᾽ αὐτῆς “τήν κτίσιν παρά τόν Κτίσαντα”[9], ἀλλά ὑπάρχει γιά νά συμβάλλει στήν κάλυψη τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν μας, στήν βελτίωση τῆς ποιότητας ζωῆς μας, στήν συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων πού καλοῦνται νά μοιράζονται καθετί τοῦ κόσμου, μέ ὅση περισσότερη δικαιοσύνη, ἀλληλεγγύη καί ἀγάπη αὐτό εἶναι ἐφικτό, ἀκόμη κι ἄν δέν προβλέπεται ἀπό τούς νόμους πού ρυθμίζουν τήν ζωή μας.
Δέν εἶναι κτῆμα μας ἡ ὕλη, ἀλλά εἴμαστε διαχειριστές της. Γι᾽ αὐτό καί θυμόμαστε καί εὐχαριστοῦμε γιά τήν δωρεά της τόν Θεό, πού μᾶς τήν ἔδωσε, ὥστε διά τοῦ ἁγιασμοῦ της μέσα ἀπό τήν ἀντιπροσφορά της στόν Δημιουργό τήν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας, νά λαμβάνουμε χάρη, ἀγάπη καί εὐλογία. Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, μεταβαλλόμενα τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, γίνονται γιά μᾶς “ἄφεσις ἁμαρτιῶν καί ζωή αἰώνιος”.
«Νά λειτουργεῖται ὁ πιστός καί νά πλημμυρίζει ἀπό θεῖο δέος καί εὐγνωμοσύνη. Νά φεύγετε ἀπό τόν ναό γεμάτοι μέ τή δύναμι καί τήν χάρι τοῦ Κυρίου. Νά συγκλονίζεσθε ἀπό τό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Καί νά μή λέτε τίποτε δικό σας. Καί νά ἀγαπᾶτε τούς ἀγνώστους καί τούς ἀδιάφορους ὡς ἀδελφούς. Καί νά ἀφήνετε τό τρεμάμενο εἶναι σας νά ἀγαπᾶ τήν κτίσι καί τά ζῶα, τά χώματα, τά δέντρα, τά ποτάμια, τά βουνά…καί ὅλη τήν δημιουργία, πού περιμένει τήν εὐλογία τῆς ἀγάπης σας»[10].
Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς μνήμης, τόν ὁποῖο διασώζει ἡ Ὀρθοδοξία στήν παράδοσή της. Μέ αὐτόν τόν τρόπο μπολιάζει τόν λαό μας καί τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀπανταχοῦ τῆς γῆς, ζητῶντας ἀπό τόν καθένα νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη νά ἀγωνιστεῖ “ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”, “ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου”[11], χωρίς νά περιμένει τούς ἄλλους καί νά μεμψιμοιρεῖ.
Ναί, εἶναι ὁ κόσμος μας σήμερα ἀτομοκεντρικός. Ναί, κυριαρχεῖ ἡ εἰκονική πραγματικότητα, στήν ὁποία τό ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι ἀδιάφορο, καθώς μένουμε στό “φαίνεσθαι”. Οἱ νέοι μας ζοῦνε τήν βία ὡς ἐξοικείωση καί συνήθεια στά εἰκονικά παιχνίδια. Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπό τήν ἐπικοινωνία, κι αὐτή συνήθως τῶν παραλλήλων μονολόγων, ὅπου τό μήνυμα δέν προσλαμβάνεται, καθότι ἐκλείπει ἡ θέαση τοῦ προσώπου τοῦ ἄλλου, ἡ καρδιακή ἐνσυναίσθηση, ἡ διάθεση νά ἰδωθεῖ ὁ πλησίον ἀγαπητικά. Ὁ ἀτομοκεντρικός πολιτισμός ἔχει θεοποιήσει τήν ἐπιθυμία τοῦ “ἐγώ”. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ὀρθοδοξία παραμένει μία διαρκής ὑπενθύμιση ὅτι πληρότητα ζωῆς δέν ὑπάρχει χωρίς Χριστό καί χωρίς πλησίον, χωρίς τήν ἐμπειρία τῆς κοινότητας ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό τήν λειτουργία, καί ἀποδίδει καί φανερώνει τήν ἀξία τοῦ προσώπου ὡς πολύτιμου καί μοναδικοῦ γιά τόν κόσμο καί τόν χρόνο.
«Μέσα στόν ἄνθρωπο κυοφορεῖται τό θαῦμα τοῦ «ἐξαίφνης», ἡ ἀλλαγή, ἡ ἔκπληξη, ὁ αἰφνιδιασμός. Μπορεῖ νά μετανοήση, νά μεταμορφωθῆ, νά ἀλλάξη νοῦ καί μορφή. Σοῦ ἐπιφυλάσσει ἐκπλήξεις. Μπορεῖ ὁ ἔσχατος νά γίνη πρῶτος καί ὁ πρῶτος ἔσχατος. Δέν προδιαγράφεται ἡ ζωή του. Δέν ὑπολογίζεται (οἰκονομικῶς καί ἀριθμητικῶς) ἡ ἀξία του. Εἶναι ἕνα ὄν ἐν ἐξελίξει. Βρίσκεται ἐν πορείᾳ. Μένει πάντοτε ὁ ἴδιος, γινόμενος ἐξ ὁλοκλήρου ἄλλος θείᾳ χάριτι. Δέν εἶναι τμῆμα ἑνός συνόλου. Εἶναι δυνάμει τό ὅλον. Εἶναι ἐν σμικρῷ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό τό ἔκτακτο, τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο πού κρύβει μέσα του ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔρχεται καί θέλει νά σώση ἡ Ἐκκλησία. Καί διά τῆς σωτηρίας καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, φωτίζεται καί σώζεται ὁ κόσμος ὅλος καί ἡ δημιουργία»[12].
Εἶναι, ἐν τέλει, ἑορτή ἀναστοχασμοῦ ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Σέ ἕναν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι τό πρόσκαιρο τοῦ χρόνου καί τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι αὐτό πού καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε, ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιμένει στό διαρκές πού μᾶς δίδει ἡ παράδοσή μας. Μᾶς καλεῖ νά ὑπερασπιστοῦμε μέ ὅλο μας τό εἶναι “τήν ἐν Σταυρῶ θείαν κένωσιν”[13] τοῦ Χριστοῦ ὡς πρότυπο γιά νά ζήσει μέ νόημα καί πληρότητα ὁ κόσμος. Χωρίς θυσία, χωρίς μέτρο καί ἄσκηση, χωρίς ἀγῶνα νά συναντήσουμε τό πρόσωπο τοῦ πλησίον μας καί νά τό διακονήσουμε ὑπερβαίνοντας τά δικαιώματα, χωρίς νά διακρίνουμε τό διαρκές τῆς χαρᾶς πού ἔρχεται ὅταν ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη γιά τόν ἄλλο καί τόν κόσμο, ἀλλὰ καί ὅταν συγχωροῦμε χωρίς κρατούμενα, ἄν σκοπός μας εἶναι μόνο ἡ εὐχαρίστηση ἐκ τῆς ἀπολαύσεως, τότε ἡ παρακμή τῶν καιρῶν μας θά κρατήσει. Καί θά μᾶς συμπαρασύρει σέ ἕναν ηθικό καί ὑπαρξιακό μηδενισμό, κάνοντάς μας νά χάσουμε τήν πνευματική μας ἰδιοπροσωπία, πού δέν μποροῦμε νά τήν περιορίσουμε στήν διανοητική πρόοδο, ἀλλά καλούμαστε νά τήν δοῦμε στήν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων.
Εἶναι συγκλονιστικά τά λόγια τοῦ μεγάλου Ἁγιορείτη θεολόγου, λογίου καί πνευματικοῦ ἀνθρώπου π. Βασιλείου Γοντικάκη: “Δέν εἴμαστε λίγοι, εἴμαστε πολλοί. Τό πλῆθος καί ἡ δύναμίς μας βρίσκονται στόν δυναμισμό τοῦ προζυμιοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος. Δέν φοβόμαστε καί δέν τά χάνομε. Ὄχι ἐπειδή εἴμαστε δυνατοί, ἀλλ’ ἐπειδή εἶναι δυνατός Αὐτός που μᾶς ἀγαπᾶ, καί ἀγαπᾶ τόν κάθε ἄγνωστο, ἀνώνυμο ἄνθρωπο μέ τήν ἀγάπη πού ἀγαπᾶ τήν οἰκουμένη.
Ἡ ἐποχή μας εἶναι κρίσιμη, ἄρα καλή, ἄν τή δοῦμε μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς θείας λειτουργίας, τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Εἶναι μία ἀφορμή μετανοίας καί σωτηρίας ὅλων μας»[14].
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἕνα σχῆμα τῆς Ἱστορίας. Δέν εἶναι γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει δάφνες τοῦ παρελθόντος, κάνοντάς μας νά ἐφησυχάζουμε σ᾽ αὐτές. Εἶναι καί θά παραμείνει σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο πού διψᾶ γιά ἀλήθεια, γιά ἐλευθερία, γιά ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον»[15] στούς καιρούς ὅπου ἡ ἐπίκληση τῆς πίστεως ὡς«συγκαταθέσεως χωρίς ἀνάγκη πολλῆς ἑρμηνείας», ὡς «ἀπολυπραγμονήτου συγκαταθέσεως»[16], θεωρεῖται κάτι τό ξεπερασμένο καί γιά κάποιους «ὀπισθοδρομικό», στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἡ διαρκής φανέρωση τῆς ἐλπίδας ὅτι «τό μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος»[17] μπορεῖ νά γιατρευτεῖ, νά προχωρήσει, νά νικήσει τό κακό, ὅταν ἔχει στήν καρδιά του τήν ἀντοχή πού τοῦ προσφέρει ἡ Παράδοση σέ κάθε δοκιμασία. Κι αὐτή θά παραμείνει ἡ πρόταση τῆς Ὀρθοδοξίας καί στήν πατρίδα μας καί στήν οἰκουμένη, χωρίς νά φοβᾶται τόν διάλογο, χωρίς νά ἀπορρίπτει τήν ἀντίθεση, χωρίς νά κλείνεται στό χθές.
Ἄς κρατήσουμε, λοιπόν, καί ἄς συμπορευθοῦμε ὡς Ἕλληνες καί Ὀρθόδοξοι μέ βάση τά σοφά λόγια τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη:
«Ποιός σᾶς εἶπε ὅτι δέν ἔχει ἀντοχή ἡ πίστι καί ἡ Παράδοσί μας, ὄχι μόνο τίς δοκιμασίες νά ξεπεράση, ἀλλά νά εἶναι εὐγνώμων καί πρός αὐτούς πού τίς προκαλοῦν; Καί ποιός σᾶς εἶπε ποτέ ὅτι οἱ Ἕλληνες νίκησαν στήν ἱστορία μέ τήν ἀριθμητική ὑπεροχή, καί ὅτι τό θαῦμα τῆς πίστεως στηρίζεται στή στατιστική;
Πάντοτε ὁ δυναμισμός τοῦ ἑλληνικοῦ καί Ὀρθόδοξου βρίσκεται στό ἐλάχιστο καί ἀδύνατο, πού κρύβει μέσα του κάτι τό μέγιστο πνευματικά. Καί αὐτό, ἀπό μόνο του, φανερώνει κάποια θεϊκή εὐγένεια καί λεπτότητα ἀνθρωπιᾶς, πού σώζει τόν ἀδύνατο, χωρίς νά τόν πληγώνη, καί εἶναι ξένο πρός τή βαρβαρότητα τοῦ ἄγαν, πού συνθλίβει τόν ἄνθρωπο, χωρίς νά τόν ὑπολογίζη»[18].
Εὐχηθεῖτε, Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα νά στηριζόμαστε πάντοτε στήν ἀντοχὴ τῆς πίστεως καί τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας γιά νά ὑπερβαίνουμε δοκιμασίες καί νά ξεπερνᾶμε ἐμπόδια, γιά νά βιώνουμε διαρκῶς τό θαῦμα τῆς πίστεώς μας καί νά φανερώνουμε μέ κάθε τρόπο, μέ τή ζωὴ καί τά ἔργα μας, τήν διπλὴ ταυτότητά μας, ὡς Ἕλληνες καί ὡς Ὀρθόδοξοι, μέσα στόν σύγχρονο κόσμο.