27 Απριλίου, 2024

Ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλος

(24η Αυγούστου)

«Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός! Ἕνας κόσμος ὁλόκληρος.[…] Με το κήρυγμά του, με τα θαύματά του και με τς προφητείας του, ἰδίως με τας προφητείας δια την  ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, ὁ Κοσμᾶς συνεκίνησε και συνήγειρε το Πανελλήνιον ὅσον οὐδες ἄλλος. Και τοιουτοτρόπως ὁ θεόσταλτος αὐτός Ἱερομόναχος ἀπέβη ὁ σπουδαιότερος πρόδρομος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ θρῦλος του ἐκυρίευσε την Ἑλλάδα περισσότερον ἀπο τον θρῦλον κάθε ἄλλου ἡρωϊκοῦ  και ἁγίου ἀναστήματος τῶν χρόνων τῆς    Τουρκοκρατίας. Ὁ θρῦλος του ζῇ και σήμερον βαθειά εἰς τας ψυχάς τῶν χριστιανῶν εἰς ὅλα τα μέρη ἀπο τα ὁποῖα ἐπέρασεν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς».

Ἀυτά εἶχε γράψει γιά τόν Ἅγιο Κοσμᾶ, ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης μας Θεόκλητος.

Ἡ ἐποχή, κατά τήν ὁποίαν ἔζησε καί ἔδρασε (1714 – 1779), ἦτο κρίσιμος διά τό ἔθνος καί διά τήν Ἐκκλησίαν. Ἀμάθεια, θρησκευτική καί ἠθική κατάπτωσις, ὁμαδικός ἐξισλαμισμός, λῃστεία, πειρατεία, καταπίεσις, «πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστό σκοτάδι», κυριαρχοῦσε παντοῦ.

Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς κρισίμου καταστάσεως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός δέν ἔμεινεν ἀδιάφορος. Ἄφησε τό χωρίον του, τό Μέγα Δένδρον Αἰτωλίας καί μετέβη εἰς τήν Ἀθωνιάδα Σχολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ ἐμορφώθη θεολογικῶς, φιλολογικῶς καί φιλοσοφικῶς, ἐμυήθη εἰς τήν Μεγάλη Ἰδέα ἀπό τόν διδάσκαλό του Εὐγένιον Βούλγαριν καί ἐπί 17 χρόνια προητοιμάζετο διά τόν γιγάντειο ἐθναποστολικόν του ἔργον.

Τό ἔργο του τό ἐπραγματο-ποίησε κατά τάς τέσσαρας περιοδείας (1759-62,1763-73,1775-77,1777-79), κατά τάς ὁποίας περιώδευσε ὡς ἱεροκῆρυξ διάφορα μέρη τῆς πατρίδος μας (Μακεδονία, Ἤπειρον, Θεσσαλία, Δυτική Στερεά, Ἑπτάνησα, Δωδεκάνησα, Κυκλάδας). Μέ τήν εὐγλωττίαν καί τήν πειθώ του, μέ τήν θερμήν πίστιν καί τήν ἀρετήν του, μέ τόν ἁγνόν πατριωτισμόν καί τήν μέχρις αὐτοθυσίας αὐταπάρνησίν του, ἀνέπτυξε πλουσιωτάτη ἱεραποστολική, ἐθνική καί παιδαγωγική δρᾶσιν.

Τήν ἱεραποστολική του δρᾶσιν, καθώς παρατηρεῖ καί ὁ Κ. Καλλίνικος, «θά ἐζήλευον καί αἱ ἄριστα ὠργανωμέναι ἱεραποστολικαί ὀργανώσεις τῶν ἑτερόδοξων ἐκκλησιῶν». Μέ τήν ἐθνική του δρᾶσιν εὐηργέτησε τό Γένος, διότι κατώρθωσε νά σταματήσῃ τόν χείμαρρο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Μέ τό ἀσύνηθες παιδαγωγικό του ἔργο διέλυσε τό σκότος τῆς ἀμαθείας, δεδομένου ὅτι ἵδρυσε τουλάχιστον 210 σχολεῖα. Δικαίως, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ὡς Ἱεραπόστολος, Ἐθναπόστολος καί  Διδάσκαλος τοῦ Γένους.

Μέρος τῆς διδασκαλίας του διεσώθη εἰς τάς «Διδαχάς» του, αἱ ὁποῖαι ἀκόμη καί σήμερον διαβάζονται μέ δίψα ἀπό πολλούς. Ἐπίσης οἱ «Διδαχές» του μᾶς δείχνουν πώς δέν ὑπῆρξε μονάχα ἕνας ὑπέροχος ἑρμηνευτής τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά κι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἐκκλησιαστικούς μας ρήτορες, κι ἕνας ἐμπνευσμένος, ἕνας γλυκύφθογγος καί μεγαλόφτερος ποιητής. Τό ὗφος του δυνατό, οἱ ἰδέες ἁπλές κι ὑψηλές, κι ἡ στάση του σεμνή κι ὑπέροχη. Κάθε του χειρονομία ἔδειχνε τό ἀσυνήθιστο κι ἐπιβλητικό. Ἡ ἐντύπωση πού προκαλοῦσε ἡ γλῶσσα του ἦταν καταπληκτική. Κατακτοῦσε καί γοήτευε» (Φ. Μιχαλόπουλος).

Τό πολύπλευρο ἔργο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἀναγνωρίζεται ὁλονέν καί περισσότερον ἀπό ἐκπροσώπους τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πατρίδα μας «εὐγνωμονοῦσα» τόν κατέταξε εἰς τούς μεγάλους διδασκάλους τοῦ Γένους. Ἡ Ἐκκλησία μας τόν ἀνεκήρυξε ἅγιον καί ἑορτάζει τήν μνήμην του τήν 24ην Αὐγούστου, διότι κατά τήν ἡμέραν αὐτή ἐμαρτύρησε διά τόν Χριστόν καί διά τό ἔθνος.

Οἱ τελευταῖοι λόγοι του πρό τῆς ἀγχόνης ἦσαν οἱ λόγοι τοῦ ψαλμῳδοῦ: «Διήλθομεν διά πυρός καί ὕδατος καί ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν».